Βουλιάξτε, επιτέλους! Μήπως αλλάξετε....
Ο τίτλος είναι ενδεικτικός των ενδόμυχων σκέψεων που αυτόματα εκδηλώνονται στον υποψιασμένο πολίτη όταν υφίσταται την τελική προεκλογική επικοινωνιακή επίθεση του ΠΑΣΟΚ που συμπυκνώνεται στο ευφυέστατο και άκρως παραστατικό δίλημμα «ν’ αλλάξουμε για να μην βουλιάξουμε», δίλημμα που κρίθηκε, προφανώς, πιο εναργές σοσιαλιστικό και άκρως αυτοκριτικό, έναντι του αυτοσαρκαστικού «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» που λειτούργησε καταλυτικά, έξω και από τις προθέσεις όσων εμπνεύστηκαν την επικοινωνιακή του διαχείριση, ως αποκαλυπτικό και για τον «σοσιαλισμό» και για την «βαρβαρότητα» που επιφυλάσσουν και έχουν σωρεύσει οι «μονομάχοι» του δικομματισμού.
Ήταν δε τόσο επιτυχής (!) η διαχείριση αυτού του διλήμματος ώστε, μετά από μια βδομάδα αποκλειστικής ενασχόλησης των δύο επιτελείων με την δήθεν ερμηνεία και με τις δήθεν επίσης, παραφράσεις του, δεν βρέθηκε κανένας δημοσιογράφος επί 130 λεπτά της ώρας για να επανέλθει και να υπενθυμίσει ή να ζητήσει εξηγήσεις από τους Καραμανλή-Παπανδρέου για την, σφοδρή υποτίθεται, σύγκρουση τους για τον σοσιαλισμό ως πρόταση υπέρβασης και την βαρβαρότητα ως προφανής συνέπεια της μεγάλης κρίσης, για την οποία επίσης επιμελώς απέφυγαν να ρωτήσουν.
Αντίθετα βρέθηκε χρόνος για να υποστεί ο Αλαβάνος, ως δήθεν ερώτηση, από έγκριτη δημοσιογράφο την εκτίμηση «ονομάσατε εξέγερση πεντακόσιους κουκουλοφόρους που καίγανε κάθε μέρα την Αθήνα» και την διατύπωση, δις, της ευχής για «διάσπαση» του κόμματος και της παράταξης ως, δήθεν, ερωτήματος που αντανακλά την κατάληξη της εύλογης αγωνίας των ανανεωτών της Αριστεράς από την «δημοσκοπική κατρακύλα».
Στην ίδια τηλεμαχία η Παπαρήγα υπέστη θρασύτατες κια άκρως υποτιμητικές, στα όρια του εξευτελισμού, ερωτήσεις και «παρατηρήσεις». Το ότι δεν αντέδρασε με τρόπο ώστε να καταδείξει την πρόθεση και την φτήνεια αυτών των στημένων επιθέσεων είναι δικό της (τους) θέμα και αποκαλύπτει την ένδεια επιχειρημάτων και τον άκρως περιορισμένο ορίζοντα της τρέχουσας προεκλογικής αντζέντας του κόμματος. Θεωρώ απίθανο, όμως, να μην πέρασε από το μυαλό και του τελευταίου κομματικού μέλους του ΚΚΕ, άρα και της γραμματέως του, η πικρή διαπίστωση για την τύχη που τους επεφύλασσε το «σύστημα» δια των «εκπροσώπων» του δημοσιογράφων («έπεσα έξω μόνο στο ποιος θα ρωτούσε» είπε σεμνά η Παπαρήγα στον Ευαγγελάτο) στο κόμμα με το οποίο συγκρότησαν τον Δεκέμβρη την «ιερή συμμαχία» κατά του ΣΥΡΙΖΑ και στο οποίο επεφύλασσαν, διαχρονικά, κατά κοινή ομολογία, μια απίστευτη πολιτική ασυλία. «Μιας χρήσεως» το, πράγματι, ιστορικό κόμμα σύντροφοι;
Την ίδια ώρα μεθοδικά εξελίχθηκε και η επίθεση, κυρίως από τη πλευρά των δεξιών δυνάμεων, εναντίον του μορφώματος των Οικολόγων-Πρασίνων, αφού επί τρεις βδομάδες επίσης πολύ μεθοδικά φουσκώσαν το «φαινόμενο» για να εισπράξει τη δεδομένη αντιδικομματική διαμαρτυρία. Στο πρόσωπο του Μ. Τρεμόπουλου εξαπολύθηκε μιας απίστευτης έντασης επικοινωνιακή επίθεση με υλικό από τις δημόσιες τοποθετήσεις του για τις μειονότητες και ιδιαίτερα για το μακεδονικό. Τα προσχήματα και οι μάσκες έπεσαν, το χάιδεμα τέλειωσε έτσι ξαφνικά όπως άρχισε. Πάνω από όλα μετράει και σε αυτή την περίπτωση η ανάγκη να διαμορφωθεί με κάθε τρόπο και μέσο ένα ανάχωμα στις δεξιές ψήφους που φεύγουν κυρίως από τη ΝΔ αλλά και από το ΠΑΣΟΚ προς την ανώδυνη επιλογή, τη δεξαμενή των Οικολόγων-Πρασίνων. Τι και αν φρόντισε η ηγεσία του νεοπαγούς κόμματος να διαβεβαιώσει προς κάθε κατεύθυνση ότι διατίθεται να παίξει το ρόλο του πολιτικού πασπαρτού για την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, προς όφελος βεβαίως μακροπρόθεσμα του ίδιου του δικομματισμού.
Απ’ όλες αυτές τις διδακτικές εμπειρίες, μια βδομάδα μόλις πριν τις εκλογές, εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι για να μην «βουλιάξουν» η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, οι ηγεσίες τους καλύτερα, προτίθενται όπως άλλωστε κάνανε και σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο οι μεν ίδιες και οι ευρύτερες παρατάξεις που εκπροσωπούν να μην αλλάξουν, να μην διχαστούν, να μην δοκιμαστούν τελικά και να μην διακινδυνεύσουν, τα άλλα δε υπόλοιπα κόμματα όταν ξεφεύγουν έστω και κατ’ ελάχιστον από την συστημική τους υπόσταση να οδηγούνται στο πολιτικό περιθώριο, να τίθενται σε μια ιδιότυπη πολιτική απονομιμοποίηση.
Ο στόχος της ανατροπής του πολιτικού σκηνικού δεν είναι αποδεκτός ούτε επί της ουσίας αλλά δεν νομιμοποιείται κιόλας από τα μεγάλα κόμματα, από τα ισχυρά μίντια και από τα μεγάλα συμφέροντα που τα στηρίζουν, ως θεμιτός στόχος των πολιτικών δυνάμεων που τον ενστερνίζονται.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, η ριζοσπαστική και ενωτική Αριστερά που έχει διαχρονικά επεξεργασθεί σε όλες του τις εκφάνσεις το πολιτικό σχέδιο για την ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, μπορεί να πρωταγωνιστήσει τις επόμενες μέρες στην ακύρωση των στημένων διεργασιών που στοχεύουν στην απλή αναδιάταξη του σκηνικού. Να αναδειχθεί σε κεντρικό εκλογικό πόλο μαζικής συναίνεσης και στήριξης για τις κοινωνικές δυνάμεις, ιδιαίτερα την νεολαία, που δεν «χωράνε» σ’ αυτό το συντηρητικό πολιτικό τοπίο.
του Ν. Βούτση
Ετικέτες Κείμενα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα