Η δυσαρέσκεια από τη διακυβέρνηση και η αποδοκιμασία του δικομματισμού
Ανάλυση Βαρομέτρου της V-PRC Νοεμβρίου 2007
του ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ
(βλ. σχετικά διαγράμματα: Βαρόμετρο Νοεμβρίου 2007 )
Αν και το φαινόμενο τείνει ως ένα βαθμό να διογκώνεται τεχνητά από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι, εντούτοις, υπαρκτό: η απαρέσκεια για τα κόμματα της διακυβέρνησης αποτελεί πλέον ένα διευρυμένο και διάχυτο ρεύμα της κοινής γνώμης. Μια σημαντική και διαρκώς διευρυνόμενη μερίδα της, που αντιπροσωπεύει σχεδόν το ½ του εκλογικού σώματος (43%) συνειδητοποιεί την αδυναμία των μεταπολιτευτικών κομμάτων εξουσίας να ασκήσουν τη διακυβέρνηση (διάγραμμα). Με την εξαίρεση ίσως της εξωτερικής πολιτικής, σε όλους τους βασικούς τομείς της διακυβέρνησης που περιλαμβάνονται στις πρώτες θέσεις των κοινωνικών προτεραιοτήτων: διαχείριση της ανεργίας, της παιδείας, της κοινωνικής ασφάλισης, του ελέγχου των τιμών, της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, της δημόσιας τάξης, του περιβάλλοντος, κ.α., η κοινή γνώμη θεωρεί ότι καμιά κυβέρνηση, είτε η σημερινή, είτε η προηγούμενη, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τα προβλήματα (διάγραμμα).
Αυτές οι διαπιστώσεις, που αποτελούν τον κοινό τόπο στις περισσότερες δημοσκοπήσεις δεν νομιμοποιεί, βεβαίως, την απερίσκεπτη εκμετάλλευση, ή τις αυθαίρετες (και σκόπιμες) ερμηνείες που αποδίδονται στο φαινόμενο. Η αποδοκιμασία των δύο μεγάλων κομμάτων δεν συνιστά απειλή για τη θεσμική θέση των πολιτικών κομμάτων στο σύνολό τους, ή απόρριψή τους, ως αντιπροσωπευτικών θεσμών, προς όφελος πχ. ενός αντικοινοβουλευτικού ρεύματος. Εκφράζει, όμως, την κοινωνική δυσαρέσκεια προς την εμφανιζόμενη -διαχρονικά- παράλυση της διακυβέρνησης και τα κόμματα που τη διαχειρίστηκαν. Η κοινωνική δυσαρέσκεια από την πολιτική και η προϊούσα αποξένωση από αυτήν, τα φαινόμενα κοινωνικής «ανυπακοής» που πληθαίνουν ταχύτατα τα τελευταία χρόνια εμπεριέχουν, ως ουσιαστική πλευρά τους, αυτήν ακριβώς τη διάβρωση της κοινωνικής ισχύος και την αμφισβήτηση των συγκεκριμένων κομματικών μορφών.
Για ιστορικούς λόγους, τα ελληνικά μεταπολιτευτικά πολιτικά κόμματα της διακυβέρνησης, διέγραψαν συμπυκνωμένα -μέσα σε τριάντα χρόνια- τον κύκλο ανάπτυξής τους, χωρίς να κατορθώσουν να εδραιωθούν ως αδιαμφισβήτητοι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί. Ήδη από τη δεκαετία του ‘90, βρέθηκαν αντιμέτωπα με την αντίστροφη (μακροχρόνια) τάση, παρακμής και απαξίωσής τους. Από τότε τέθηκε και το δίλημμα της αυτομεταρρύθμισης και της «βαθειάς τομής» στη φυσιογνωμία και τη λειτουργία τους, ή της περαιτέρω πολιτικής και εκλογικής τους απίσχνασης. Η συντεταγμένη και σχεδόν παράλληλη διαδοχή ηγεσιών, που συντελέσθηκε στα μέσα της δεκαετίας (ΠΑΣΟΚ 1996, ΝΔ 1997), μπορεί να αναχαίτισε τους κλυδωνισμούς του ελληνικού δικομματισμού και να απορρόφησε τη διαδικασία διάσπασης της κοινωνικής τους βάσης (ΔΗΚΚΙ, ΠΟΛΑΝ), ωστόσο, δεν απάντησε στις «προκλήσεις» της εποχής.
Οι «αντιδικομματικές» διαθέσεις της κοινής γνώμης δεν μπορεί να αποδοθούν αποκλειστικά σε οικονομικές αιτίες. Η πολιτική δυσαρέσκεια δεν αποτελεί γραμμική μετεξέλιξης της οικονομικής κατάστασης των πολιτών. Αν και εκδηλώνεται εντονότερα εκεί, δεν αφορά μόνον στους «από κάτω», δηλαδή στα στρώματα που πλήττει η φιλελεύθερη αναδιάρθρωση της οικονομίας και η παγκοσμιοποίηση, πχ. τους ανέργους, τους μισθωτούς του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα (διάγραμμα).
Επεκτείνεται και σε προνομιούχα εργοδοτικά, ή «μεσαία» αυτοαπασχολούμενα στρώματα.
Η αποδοκιμασία του δικομματισμού αφορά τα πλέον δυναμικά τμήματα της κοινής γνώμης: τη νεολαία 18-24 ετών (58%), τις περισσότερο παραγωγικές ηλικίες 25-44 ετών (49% και 54% αντιστοίχως), τους αποφοίτους της Γ’βάθμιας εκπαίδευσης (48%), τους κατοίκους των αστικών κέντρων, ιδίως του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Πρωτεύουσας και της Θεσσαλονίκης (50%). Το αντίπαλο στρατόπεδο της «αποδοχής», ή της «ανοχής» απέναντι στα κόμματα διακυβέρνησης αποτελούν κυρίως τα οικονομικώς μη-ενεργά τμήματα του πληθυσμού, πχ. συνταξιούχοι-νοικοκυρές, σε μεγάλο βαθμό κοινωνικά περιθωριοποιημένα και ανασφαλή, καθώς και τα στρώματα της υπαίθρου, η εκλογική και πολιτική συμπεριφορά της οποίας είναι κατά παράδοση περισσότερο συντηρητική και ακολουθεί με υστέρηση τις πολιτικές και ιδεολογικές εξελίξεις. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική δυσαρέσκεια από τα κόμματα της διακυβέρνησης δεν εκφράζεται μόνον από τα περισσότερο καταπιεσμένα -πολιτικά και κοινωνικά- στρώματα, αλλά αρκετές φορές και από στρώματα που θεωρούνται «εξασφαλισμένα». Ίσως, γιατί σε αυτά η πολιτική έκφραση είναι ευκολότερη (πχ. νεολαία, περισσότερο μορφωμένα και πληροφορημένα στρώματα).
Η εποχή της ελληνικής «Μεταδημοκρατίας» έχει ξεκινήσει. (Ο ορισμός της έννοιας έχει διατυπωθεί από τον καθηγητή πολιτικών και κοινωνικών επιστημών στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο, Colin Crouch. Βλέπε σχετικά, Κόλιν Κράουτς, Μεταδημοκρατία, εκδ.Εκκρεμές, Αθήνα 2006). Για τα δύο κόμματα της διακυβέρνησης είναι φανερό ότι ανοίγει ένας νέος κύκλος αβεβαιοτήτων. Η μαζική και διάχυτη κρίση εκπροσώπησης, η οποία σήμερα διαπιστώνεται ποικιλότροπα, φαίνεται να πλήττει πρωτευόντως το ΠΑΣΟΚ, λόγω της σημερινής του κρίσης, αλλά αφορά σαφώς και τη Νέα Δημοκρατία. Και τούτο, όχι μόνον λόγω της τάσης κοινωνικής εδραίωσης του ΛΑΟΣ.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να αξιολογηθεί και η συζήτηση περί συμμαχικών κυβερνήσεων, που άνοιξε αποσπασματικά πριν από τις πρόσφατες εκλογές. Στις σημερινές συνθήκες κρίσης εκπροσώπησης, έλλειψης κοινωνικής συναίνεσης και περιορισμένης δυνατότητας ελιγμών των κομμάτων διακυβέρνησης, το θέμα των συμμετεχόντων αποκτά δευτερεύουσα σημασία. Και, βεβαίως, υπό τις σημερινές οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, η συμμετοχική μορφή διακυβέρνησης μπορεί να πείσει για την αποτελεσματικότητά της, όσο ακριβώς και η μονοκομματική…
αναδημοσίευση από: http://www.electionwatch.gr/index.php/blog/Ετικέτες Κείμενα, Τεκμηρίωση
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα