Οι θεωρίες για τα κοινωνικά κινήματα
Η διεξαγωγή των εργασιών του 4ου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ στην Αθήνα και η συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων ελλήνων και ξένων πολιτών στην πρωτοφανή -με όρους μαζικότητας, πλουραλισμού, ζωντάνιας και χαράς- διαδήλωση, με την οποία σφραγίστηκαν οι σεμιναριακές διαδικασίες, άνοιξαν τη δημόσια συζήτηση για τη θεωρία των κοινωνικών κινημάτων στη χώρα. ...
Το παρακάτω άρθρο αποτελεί μια μικρή συμβολή στην εκτός των αμφιθεάτρων δημόσια συζήτηση για να γνωρίσουμε την ιστορία των θεωριών για τα κοινωνικά κινήματα.
Τα κοινωνικά κινήματα είναι συλλογικοί αγώνες από ανθρώπους «που έχουν κοινούς σκοπούς και αλληλεγγύη μεταξύ τους και βρίσκονται σε κατάσταση παρατεταμένης αλληλεπίδρασης με το κράτος, τις δημόσιες και ιδιωτικές αρχές και τις σχετικές ελίτ» (Tarrow 1998).
Εν αρχή ην ο Κάρολος Μαρξ και ο Φρειδερίκος Ένγκελς που με την πασίγνωστη πια θέση τους ότι κομμουνισμός είναι το πραγματικό κοινωνικό κίνημα «που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων», δεν έθεσαν απλώς επί τάπητος το ζήτημα της επαναστατικής στρατηγικής αλλά πρόσφεραν τροφή για σκέψη όσον αφορά το χαρακτήρα του κοινωνικού κινήματος.(Μαρξ και Ένγκελς 1998).
Οι ερευνητές, που διατυπώνουν θεωρίες που βασίζονται στη μαρξική ανάλυση, συγκεντρώνουν την προσοχή τους στα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο έχει παγκόσμια ισχύ και γεννά συγκεκριμένες κοινωνικές - ταξικές αντιθέσεις, δημιουργεί δηλαδή τις δυνάμεις εκείνες που κινούνται για την αντικατάστασή του από το σοσιαλιστικό σύστημα. Οι δυνάμεις αυτές συγκροτούν κοινωνικό κίνημα που στοχεύει στην άρση της βασικής αντίθεσης μεταξύ «της ανθρώπινης δημιουργικότητας και των περιορισμών επ’ αυτής της δημιουργικότητας». Οι περιορισμοί αυτοί είναι αποτέλεσμα των άνισων κοινωνικών σχέσεων της παραγωγής, δηλαδή της ταξικής δομής του καπιταλισμού. Το κοινωνικό κίνημα αυτό επικεντρώνει τη στρατηγική του πάνω στην ανατροπή της εξουσίας των κατόχων των μέσων παραγωγής. Στα πλαίσια του κοινωνικού κινήματος αυτού, που είναι ταξικό στο χαρακτήρα του, οι εργάτες, δηλαδή τα υποκείμενα του κινήματος, προβαίνουν στην ίδρυση, και συμμετέχουν σ’ αυτές, οργανώσεων για την υποστήριξη και διεύρυνση των άμεσων κατακτήσεων και δικαιωμάτων τους (συνδικάτα) καθώς και σε πολιτικά κόμματα με στόχο την επίλυση της βασικής ταξικής αντίθεσης (εργατικά, σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά κόμματα). Η ταξική αντίθεση όμως δεν εκφράζεται με ένα και μοναδικό τρόπο και η υπέρβασή της δεν είναι μόνο η σοσιαλιστική εναλλακτική προοπτική.
Ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας του καπιταλισμού σε διεθνές επίπεδο ενδέχεται να οδηγήσει σε συγκρότηση κινημάτων ηγεμονευμένων από την άρχουσα καπιταλιστική τάξη σε συμμαχία με την εργατική, κινημάτων που στοχεύουν στην προστασία των συμφερόντων της και την αναβάθμιση του ρόλου της στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα (εθνικιστικά κινήματα). (Σακελλαρόπουλος Σπ. 2001).
Όμως δεν είναι τα στενά εννοούμενα οικονομικά συμφέροντα που κινητοποιούν τα άτομα να συμμετέχουν σε κοινωνικά κινήματα και οι προσπάθειες μαρξιστών ερευνητών να αναδείξουν τις συγκεκριμένες χωροχρονικά συγκυρίες της εμφάνισης των κοινωνικών κινημάτων τους υποχρέωσε, και τους υποχρεώνει, να στραφούν και στις ιδεολογικές και πολιτικές παραμέτρους που προσδιορίζουν την κοινωνικο-πολιτική δράση. Οι νεωτερικές κοινωνίες που στηρίζονται στις πολιτικές βάσεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ατόμων-πολιτών παρέχουν ευκαιρίες και προοπτικές συλλογικής κινητοποίησης ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν τις προϋποθέσεις ακύρωσης και διάλυσης των συλλογικών οντοτήτων. Αυτή η αντιφατική συνύπαρξη δύο διαφορετικών κατευθύνσεων δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά και μόνο σε οικονομικά αίτια και η αναζήτηση και άλλων αιτιών γίνεται το αντικείμενο διαφοροποιημένων ερευνών και ερμηνειών μέσα στο χώρο των μαρξιστών θεωρητικών.
Η πρώτη θεωρητική σχολή που αναδείχθηκε στη προσπάθεια της μελέτης της συλλογικής δράσης ήταν αυτή που αναφερόταν στο πλήθος (Λεμπόν 1895/1982). Η συλλογική δράση εθεωρείτο παράλογη και ανώμαλη, τα πλήθη έχουν νοοτροπία που βρίσκεται εκτός ορίων, εκτός, δηλαδή, του πλαισίου των ομαλών και συνηθισμένων ανθρωπίνων κινήτρων και εμπειριών. Το πλήθος αποκτά ένα «συλλογικό νου» και κάθε άτομο του πλήθους κυριεύεται από σκέψεις και συναισθήματα τέτοια που το ωθούν σε πράξεις εντελώς διαφορετικές από εκείνες που θα μπορούσε να διαπράξει κατά μόνας. Άρα, κατά τη θεωρία αυτή, τα πλήθη είναι επιρρεπή στη βία. Ακόμη και οι πιο πολιτικές μορφές κινητοποίησης διαμαρτυρίας (απεργίες, συγκεντρώσεις κλπ) θεωρούνται ότι στηρίζονται σε βασικά στοιχεία της ψυχολογίας του πλήθους (φήμες, πανικός κλπ). Αυτές οι ερμηνείες της συλλογικής συμπεριφοράς είναι, ως επί το πλείστον, ψυχολογικού χαρακτήρα και έχουν την τάση να ανάγουν τη διαμαρτυρία στην απελευθέρωση καταπιεσμένων υστερήσεων.
Τα αναποφάσιστα και ανήσυχα μέλη του πλήθους απλώς μιμούνται το ένα το άλλο χωρίς να διαθέτουν συνεκτικό εναλλακτικό σχέδιο. Μεταδίδεται έτσι μια «κυκλική διαντίδραση». Ο κυρίαρχος ρόλος του κοινωνικού πλαισίου σ’ αυτή την προσέγγιση αφορά στην εξήγηση των μη κανονικών συνθηκών - π.χ. μαζική κοινωνία ή εντάσεις προκαλούμενες από την ραγδαία κοινωνική μεταβολή– που επιτρέπουν την περιοδική έκρηξη συλλογικής «τρέλας». H «ορθόδοξη» από τις θεωρίες μέσης κλίμακας είναι αυτή της «συλλογικής συμπεριφοράς» που ήταν η επικρατούσα κατά τις δεκαετίες 1940 και 1950( Park & Burgess: 1924), η βασική θέση της οποίας είναι ότι τα κοινωνικά κινήματα αποτελούν ημι-ορθολογικές αποκρίσεις ατόμων και ομάδων στις μη κανονικές συνθήκες που προκύπτουν σε φάση δομικής έντασης μεταξύ των κύριων κοινωνικών θεσμών. Αυτή η δομική ένταση που προκαλεί τη δυσλειτουργία ολόκληρου του κοινωνικού συστήματος, καθώς έρχονται σε σύγκρουση οι ομαδικές επιθυμίες με τους όρους ύπαρξης των ατόμων.
Η ιδιαίτερη συνεισφορά στην ανάπτυξη της θεωρίας αυτής είναι ότι περιέγραψε το μηχανισμό που τίθεται σε λειτουργία βοηθώντας την ανάδειξη και δραστηριοποίηση των κοινωνικών κινημάτων. Η θεωρία της «μαζικής κοινωνίας» τονίζει ότι υπάρχει έλλειψη δεσμών με τις ενδιάμεσες ομάδες και τους αντίστοιχους θεσμούς δημιουργώντας το υπόστρωμα για την ανάπτυξη μαζικών διαμαρτυριών. Το πρόβλημα με αυτές τις θεωρίες είναι ότι είτε θεωρούν αδιανόητη την ύπαρξη τάσεων διαμαρτυρίας στην ομαλή καθημερινή ζωή είτε περιγράφουν το «συλλογικό νου» με ψυχολογικούς όρους και παραμελούν την κουλτούρα, τις στρατηγικές και την πραγματική ψυχολογική δυναμική στο επίπεδο των ατόμων.
Υπάρχει όμως μια τάση η οποία, αντί να βλέπει τα κοινωνικά κινήματα και τη συλλογική δράση ως παραλογισμούς, υπογραμμίζει τη δημιουργικότητα των συμμετεχόντων (Turner and Killian: 1987). Τα κοινωνικά κινήματα ακολουθούν στα πλαίσια αυτά μια σειρά βημάτων: ευνοϊκές δομικές συνθήκες, γενικευμένη πεποίθηση των συμμετεχόντων ότι υπάρχει δομικό κενό και κατάσταση απροσδιοριστίας κι έλλειψη επιθυμίας συμπεριφοράς κατά το συμβατικό τρόπο, επιταχυντικοί παράγοντες, κινητοποίηση συμμετεχόντων, μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου (αντικινήματα, κρατικές αρχές που ασκούν πολιτική ενσωμάτωσης, τροποποίησης δομών ή καταστολής (Smelser: 1963). Η δομική ένταση προκαλεί μια κοινωνική ανισορροπία μεταξύ των διαφορετικών μερών του γενικότερου κοινωνικού συστήματος, ιδιαίτερα μεταξύ των οικονομικών θεσμών και των πολιτισμικών αξιών. Καθώς ορισμένα μέρη του συστήματος μεταβάλλονται με σχετικά πιο ραγδαίους ρυθμούς προκαλείται μια αντικειμενική ένταση (Parsons 1971). Προκαλείται δηλαδή, με μαρξιστικούς όρους, ένταση μεταξύ του ταξικού συστήματος (κοινωνικές σχέσεις παραγωγής) και της ανθρώπινης παραγωγικής δημιουργικότητας.
Ενώ οι μελετητές της συλλογικής συμπεριφοράς επέμεναν στο θέμα των αδικιών, των πεποιθήσεων (με υπαινιγμούς για ανορθολογικότητα), και γενικά σε ψυχολογικές διαστάσεις, όσοι η αποκαλούμενη θεωρία «κινητοποίησης πόρων» έδωσε έμφαση στην οργάνωση, στα συμφέροντα και την ορθολογικότητα των συμμετεχόντων παίζοντας έτσι σημαντικό ρόλο στον τονισμό του πολιτικού πλαισίου και της συνάφειας των κοινωνικών κινημάτων (Gamson 1990). Η άνοδος και η πτώση των κοινωνικών κινημάτων αποτελεί μέρος της πολιτικής πάλης και αποτέλεσμα αλλαγών στη «δομή των πολιτικών ευκαιριών» (McAdam 1982). Κάθε κίνημα βιώνει τους δικούς του «κύκλους διαμαρτυρίας» που σημαίνει ότι η δράση του ακολουθεί μια κυκλική πορεία από την ένταση και την αύξηση της μαζικότητας ως την εσωστρέφεια και τη μείωση της μαζικότητας ανάλογα με τη συγκυρία και τις υποκειμενικές δυνατότητές του. Τα κινήματα έχουν την τάση να εξαπολύουν νέα κύματα συλλογικών αγώνων και σε άλλες περιόδους να εκφράζουν μια σιωπηλή, λανθάνουσα διαμαρτυρία. Η θεωρητική προσέγγιση της δομής των πολιτικών ευκαιριών αποτελεί μια προσπάθεια γεφύρωσης των μακρο- και μικρο- επιπέδων ανάλυσης των κοινωνικών κινημάτων. Οι πολιτικές ευκαιρίες και οι πολιτικοί περιορισμοί είναι διαστάσεις της πολιτικής πάλης που ενθαρρύνουν τους πολίτες να εμπλακούν στη συγκρουσιακή πολιτική (Tarrow 1998). Πρόκειται για εξωτερικούς πόρους που βοηθούν στην κινητοποίηση των κινημάτων και των ομάδων και δεν αποτελούν άμεσο δημιούργημα των τελευταίων. Οι πολιτικές ευκαιρίες ωφελούν ή εμποδίζουν τα κοινωνικά κινήματα ανάλογα με την επίδραση που ασκούν στις γενικότερες ευκαιρίες για επιτυχή συλλογική δράση.
Μια από τις σημαντικές συμβολές στη θεωρία των κοινωνικών κινημάτων είναι αυτή της «διαμόρφωσης πλαισίων» (framing analysis) που έχει μεν τις ρίζες της στη θεωρία της «συμβολικής διάδρασης» αλλά επί της ουσίας αποτελεί σημαντική τομή σε σχέση με αυτή. Η προσέγγιση της διαμόρφωσης πλαισίων αναφέρεται στους διαδραστικούς συλλογικούς τρόπους με τους οποίους οι δρώντες αποδίδουν νόημα στις δραστηριότητές τους και στον κοινωνικό κινηματικό ακτιβισμό. Τα πλαίσια ταυτόχρονα προσδίδουν νόημα στα γεγονότα και εξυπηρετούν την οργάνωση της εμπειρίας και την καθοδήγηση της συλλογικής και ατομικής δράσης (Snow κ.α.1986). Ενώ οι λόγοι έκφρασης διαμαρτυρίας για τις αδικίες που υφίστανται τα άτομα έχουν αντικειμενικά τις ρίζες τους στις δομές της κοινωνίας και της πολιτικής, δεν είναι σίγουρο ότι αυτές οι διαμαρτυρίες θα εκφραστούν συλλογικά αν δεν υπάρξει μια διαδικασία με την οποία τα άτομα θα τους αποδώσουν νόημα (κοινωνική κατασκευή των λόγων έκφρασης διαμαρτυρίας). Πρόκειται για μια ρευστή και ευμετάβλητη διαδικασία αλληλεπίδρασης.
Αρχικά στην Ευρώπη και αργότερα στη Βόρεια Αμερική διατυπώθηκαν στη δεκαετία του ’70 διάφορες απόψεις που ως σύνολο ονομάστηκαν «Θεωρία των Νέων Κοινωνικών Κινημάτων» και αποσκοπούσαν στο να εξηγήσουν την ανάδυση ενός πλήθους νέων κινημάτων που δεν φαίνονταν να ταιριάζουν στο παραδοσιακό μαρξιστικό μοντέλο της ταξικής πάλης (Mellucci 1989, 1995). Η καινοτομία που επέφεραν αυτά τα κινήματα συνίστατο στην απόδοση μεγαλύτερης σημασίας σε έννοιες όπως η ομαδική ή συλλογική ταυτότητα, στις αξίες και τους τρόπους ζωής είτε ενάντια είτε ξέχωρα από τις μέχρι τότε ιδεολογικές κατασκευές. Η βάση τους έτεινε να προέρχεται από τα μεσαία στρώματα αντί από την παραδοσιακή εργατική τάξη. Το Πράσινο Κόμμα της ΟΔΓ θεωρείτο η οργάνωση – πρότυπο για τη νέα σύνθεση κοινωνικών κινημάτων (περιβαλλοντικό, ειρηνιστικό, εναλλακτικό, αντικαταναλωτικό). Στα πλαίσια αυτά αναπτύχθηκαν απόψεις που εξηγούσαν την εξέλιξη αυτή με αναφορά στην αλλαγή της δομής του καπιταλιστικού συστήματος από τη βιομηχανική «φορντιστική» οικονομία στη μεταβιομηχανική, μεταμοντέρνα ή μεταφορντική οικονομία που το επίκεντρό της είναι ο τριτογενής τομέας των υπηρεσιών και η βιομηχανία της πληροφορικής ως δομική δύναμη που διαμορφώνει τα νέα κινήματα. Αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο στα νέα κοινωνικά κινήματα.
Ο κύριος αντικειμενικός σκοπός τους είναι η διατήρηση της αυτονομίας τους στο πλαίσιο της διευρυνόμενης και ιδιαίτερα πλουραλιστικής «κοινωνίας πολιτών». Ο κύριος αντίπαλός τους είναι το τεχνοκρατικό και γραφειοκρατικό κράτος. Ο τύπος του κινήματος είναι πρωταρχικά πολιτισμικός/κοινωνικός αλλά εμπλέκεται και στο πολιτικό πεδίο αναπροσδιορίζοντάς το με την κεντρική ιδέα ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό». Ο οργανωτικός τύπος που σιγά-σιγά κυριαρχεί είναι ο «δικτυακός». Το ρεπερτόριο των τακτικών ξεκινάει από τις σποραδικές μαζικές διαδηλώσεις, οι συγκεντρώσεις-εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, οι πολιτιστικές εκφράσεις εναλλακτικών τρόπων ζωής και ταυτοτήτων. Τα κινήματα έχουν διεθνή προσανατολισμό και το ζητούμενό τους είναι η σύνδεση του παγκοσμίου και του τοπικού. Η προσέγγιση των κινημάτων για τη δημοκρατία χαρακτηρίζεται από το σεβασμό στη διαφορά και την έμφαση στην επίτευξη συνθηκών διαβούλευσης και διαλόγου. Όσον αφορά την ιδιότητα του πολίτη θεωρείται ότι πρέπει να κατοχυρωθούν τα ομαδικά δικαιώματα και να διατηρούνται ως κόρες οφθαλμών τα καθολικά ανθρώπινα δικαιώματα.(Scott 1990, Faulks 1999).
Έχουν, όμως, μέλλον τα κοινωνικά κινήματα; Ας αφήσουμε τον Charles Tilly (2004) να μας υποδείξει τα πιθανά σενάρια:
1) Διεθνοποίηση των κινημάτων: πιο αργή, λιγότερο εκτεταμένη και λιγότερο πλήρης από όσο λένε οι φανατικοί της τεχνολογίας, αλλά πιθανό να συνεχίσει για δεκαετίες.
2) Παρακμή της δημοκρατίας: μια διχασμένη επιλογή, με ορισμένο βαθμό παρακμής της δημοκρατίας (και, ως εκ τούτου, ένας ορισμένος βαθμός μείωσης της διάδοσης και αποτελεσματικότητας των κοινωνικών κινημάτων) στις βασικές υπάρχουσες δημοκρατίες αλλά ουσιαστικός εκδημοκρατισμός (επομένως επέκταση των κοινωνικών κινημάτων) σε χώρες που σήμερα δεν είναι δημοκρατικές, όπως η Κίνα.
3) Επαγγελματικοποίηση: μια ακόμη διχασμένη επιλογή, με επαγγελματίες επιχειρηματίες των κοινωνικών κινημάτων, μη κυβερνητικές οργανώσεις και συμβιβασμούς με τις αρχές ολοένα και πιο κυρίαρχα χαρακτηριστικά των μεγάλης κλίμακας κοινωνικών κινημάτων αλλά με συνέπεια την εγκατάλειψη εκείνων των τμημάτων των τμημάτων των τοπικών και περιφερειακών διεκδικήσεων που δεν μπορούν να ενταχτούν στο διεθνή ακτιβισμό.
4) Θρίαμβος: φευ, υπερβολικά απίθανος.
του Θανάση Τσακίρη
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
• Αλεξανδρόπουλος Στ. (2001). Θεωρίες για τη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα. Τόμος Α΄ Κλασικές θεωρίες. Αθήνα:. Κριτική
• Μαρξ Κ. και Ένγκελς Φ. (1998). Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αθήνα: Εκδ. Ερατώ.
• Blumer H. (1946). “Collective Behavior” στο McClung-Lee A., New Outline of the Principles of Sociology. New York: Barnes and Noble, σελ. 167-262.
• Gamson W. (1990). The Strategy of Social Protest, Belmont, Wadsworth Publishing Company
• Faulks K. (1999). Political Sociology: A Critical Introduction. Edinburgh: Edinburgh University Press.
• Jasper J. (1997). The Art of Moral Protest: Culture, Biography, and Creativity in Social Movements. Chicago: Chicago University Press.
• Johnson Ch. (1964). Revolution and the Social System, Stanford CA, Stanford University Press
• Turner H.R. and Killian L. (1987). Collective Behavior, Englewood Cliffs, NJ, Prentice-Hall.
• Le Bon G. (1895/2002). The Crowd: a study of the public mind. NewYork: Courier Dover Publications.
• McAdam J. (1982). Political Process and the Development of Black Insurgency, 1930-1970. Chicago: Chicago University Press.
• Melucci, Alb. (1989). Nomads of the present: social movements and individual needs in contemporary society, London, Hutchinson.
• Melucci, Alb. (1995). “The Process of Collective Identity” στο Johnston H. and Klandermans B. Social Movements and Culture, Minneapolis: University of Minnesota Press, σελ..41-64.
• Melucci, Alb. (1996). Challenging Codes. Collective Action in the Information Age. Cambridge: Cambridge University Press.
• Park E.R. & Burgess W.E. (1924), Introduction to the Science of Sociology, Chicago, University of Chicago Press,
• Σακελλαρόπουλος Σπ., 2001, «Σχετικά με τη θεωρία του ιμπεριαλισμού της εποχής μας», περιοδικό Θέσεις, τεύχος 74, Ιανουάριος-Μάρτιος, σελ. 89-125
• Scott A. (1990). Ideology and the New Social Movements. London: Unwin Hyman
• Smelser N. (1963) Theory of Collective Behavior, New York, Press of Glencoe
• Snow D., Rochford E.B.J, Worden S., and Benford R. (1986), «Frame Alignment Processes, Micromobilization and Movement Participation», American Sociologist Review, No.51, σ.σ. 464-481
• Tarrow S. (1991) Struggles, Politics and Reform: Collective Action, Social Movements and Cycles of Protest, Ithaca NY, Cornell University Press
• Tarrow S. (1998). Power in Movement: Social Movements, Collective Action and Politics. New York: Cambridge University Press.
• Tilly Ch. (2004). Social Movements 1768-2004. Boulder, CO: Paradigm Publishers.
• Ψημίτης M. (2006) Εισαγωγή στα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα. Αθήνα: Ατραπός
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα