ΣΥΡΙΖΑ ΛΕΣΒΟΥ

10 Οκτ 2007

Τα Δεκεμβριανά της Μυτιλήνης

από το βιβλίο του δάσκαλου Απ. Αποστόλου "Μνήμες"


Την αυγή της παραμονής των Χριστουγέννων (24-12-44) ειδοποιήθηκα, στο σπίτι μου, πως με θέλει, επειγόντως, ο διοικητής του ΕΛΑΣ Ευλαμπίου. Κατέβηκα αμέσως. Εκεί, στα γραφεία του συντάγματος του ΕΛΑΣ, πληροφορήθηκα πως έξω από το λιμάνι είναι αραγμένα αγγλικά καράβια, γεμάτα στρατό, που ετοιμάζεται ν' αποβιβαστεί. Πληροφορηθήκαμε, αργότερα, πως τα καράβια ήταν έξι, τρία μεταγωγικά και τρία πολεμικά, με επικεφαλής το αγγλικό καταδρομικό «Σείριος». Τα στρατεύματα που μετέφεραν ήταν Ινδικά. Ο λαός τους αποκάλεσε «μαύρους». Διοικητής των στρατευμάτων αυτών ήταν ο άγγλος ταξίαρχος Turnbull.
Σε λίγο, ειδοποιηθήκαμε από το διοικητή της Εθνοφυλακής Σοφοκλή Βουρνάζο πως ο άγγλος ταξίαρχος ζητεί συνάντηση με τους αρχηγούς του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, στο ξενοδοχείο «Αιγαίον». Εγώ, συγκάλεσα, αμέσως, τη Νομαρχιακή Επιτροπή του ΕΑΜ και παράγγειλα να δοθεί, με χωνιά και συνδέσμους, το σύνθημα για μια γενική κινητοποίηση, στην πόλη και την ύπαιθρο.
Παράλληλα, ο ΕΛΑΣ τέθηκε σε επιφυλακή και άρχισε να παίρνει τα μέτρα του.
Σε μια βιαστική σύσκεψη, που έγινε στο Φρουραρχείο, αποφασίστηκε η Επιτροπή, που θα έβλεπε τον άγγλο ταξίαρχο, ν' αποτελείται από: το γραμματέα του ΕΑΜ, Απόστολο Αποστόλου, το διοικητή του ΕΛΑΣ, Βασίλη Ευλαμπίου, τον παλαίμαχο αγωνιστή και εαμίτη, Αχιλλέα Κοντάρα, το διοικητή της Εθνοφυλακής, Σοφοκλή Βουρνάζο και το φρούραρχο, Φώτη Δήμου. Στις 8.30, περίπου, το πρωΐ, η Επιτροπή ήταν στο ξενοδοχείο «Αιγαίον». Εκεί, βρήκαμε, μονάχα, το συνταγματάρχη Χρήστο Τσιγάντε, να μας περιμένει. Ο άγγλος ταξίαρχος Turnbull δεν παρουσιάστηκε.
Ο Τσιγάντες μας ανακοίνωσε πως έρχονται Ινδικά στρατεύματα, που θα βγουν στο νησί, για να αναπαυτούν και εκγυμναστούν. Προορίζονται για τα Δωδεκάνησα, όπου θα πολεμήσουν τον κοινό εχθρό. Δεν πρέπει να υπάρξει καμμιά ανησυχία στο λαό. Το καθεστώς δεν πρόκειται ν' αλλάξει στο νησί. Και πρέπει να τους δεχτούμε σαν φίλους και συμμάχους.
Η Επιτροπή απάντησε πως δεν έχουν καμιά θέση τα Ινδικά στρατεύματα στη Μυτιλήνη. Η κατάσταση είναι κρίσιμη και κανένας δεν μπορεί να πιστέψει πως έρχονται για το σκοπό, που λένε. Η απόβαση θ' αποτελούσε πρόκληση, όταν στην Αθήνα γίνεται πόλεμος.
Ο Τσιγάντες δήλωσε πως εκείνος δεν μπορεί να κάμει τίποτα. Τη μόνη εξουσιοδότηση, που έχει, είναι να μας ανακοινώσει αυτά, που είπε.
Η Επιτροπή, τότε, ζήτησε να συναντηθεί με τον ταξίαρχο, που βρισκόταν πάνω στο «Σείριος».
Ο Τσιγάντες έστειλε το σχετικό σήμα στο πολεμικό και ζήτησε να στείλουν ατμάκατο να μεταφέρει την Επιτροπή.
Αποφασίστηκε να πάνε για τη συνάντηση με τον Turnbull οι: Α. Αποστόλου, Αχ. Κοντάρας και Σοφ. Βουρνάζος, μαζί με τον Τσιγάντε.
Στο μεταξύ, η Προκυμαία είχε γεμίσει από κόσμο, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με άγριες διαθέσεις, αποφασισμένους να εμποδίσουν τους «μαύρους» να πατήσουν στη στεριά. Μάχιμα περίπολα του ΕΛΑΣ κυκλοφορούσαν, παντού, για να βοηθήσουν το λαό.

Η Επιτροπή είχε βγεί, μαζί με τον Τσιγάντε, και πήγαινε για το Μώλο.
Κείνη την ώρα, ένα βοηθητικό πλοιάριο M.L., γεμάτο στρατό, ξεκόλησε από ένα μεταγωγικό, μπήκε στο μέσα λιμάνι και ζύγωνε στην Προκυμαία (στο Ταχυδρομείο, μπροστά).
—Μα, να! έρχονται, κύριε Τσιγάντε. Δεν θα τους αφήσουμε να βγουν. Φώναξα εγώ στον έλληνα συνταγματάρχη.
Το πλοίο με τους Ινδούς ζύγωνε και ο κόσμος έτρεχε, αγριεμένος, μέσα στη βροχή, φωνάζοντας και χειρονομώντας. Το πλοίο γύρευε να πλευρίσει και ο κόσμος το απωθούσε και δεν το άφηνε να δέσει.
Κείνη τη στιγμή, ενώ βάδιζα, μαζί με τον Τσιγάντε, προς το αποβατικό, μ' επλησίασε ο αξιωματικός του ΕΛΑΣ Παναγιώτης Τσακίρης και ζήτησε οδηγίες για τη στάση του ΕΛΑΣ.
—Ο ΕΛΑΣ -του φώναξα- να πάρει θέση και να συμπαρασταθεί στο λαό, για την απόκρουση του εχθρού.
Ο Τσιγάντες, που άκουσε το διάλογο, ταράχτηκε.
—Είναι τρομερό αυτό, που πάει να γίνει -είπε. Θα χυθεί αίμα.
—Βοηθείστε και σεις ν' αποτραπεί το κακό -απάντησα. Στο διάστημα αυτό, πολλοί πολίτες, κυρίως γυναίκες, στράφηκαν ενάντια στον Τσιγάντε και επιχείρησαν να τον κακοποιήσουν. Με την επέμβαση της Επιτροπής, αποτράπηκε το δυσάρεστο αυτό. Είπαμε στον κόσμο πως κι ο Τσιγάντες αγωνίζεται μαζί μας για να βρεθεί ικανοποιητική λύση.
Στο μεταξύ, ο Τσιγάντες είχε προχωρήσει κι έφτασε κοντά στο σκάφος με τους Ινδούς. Αποτάνθηκε στον επικεφαλής άγγλο αξιωματικό και του είπε:
—Δεν μπορείς και δεν πρέπει να βγάλεις τώρα τους άντρες, πριν συναντηθεί η Επιτροπή με τον Ταξίαρχο. Γύρισε πίσω.
Η απάντηση του άγγλου αξιωματικού ήταν:
—Εκτελώ εντολές. Κι η εντολή, που έχω, είναι ν' αποβιβάσω, οπωσδήποτε, τους άντρες.
Πήδησε, τότε, ο Τσιγάντες μέσα στο πλοίο και κουβέντιασε ιδιαίτερα με τον άγγλο αξιωματικό. Κατόρθωσε να τον πείσει ν' αποσυρθεί.
Πραγματικά το αποβατικό γύρισε πίσω. Κι ο κόσμος πάνω στην Προκυμαία πανηγύριζε.
Το ίδιο πλοιάριο επέστρεψε, άδειο, για να πάρει την Επιτροπή. Τη μετέφερε στο «Σείριος», όπου περίμενε ο Turnbull. Ο άγγλος ταξίαρχος δέχτηκε, φιλικά, την Επιτροπή, μέσα στο σαλόνι του καταδρομικού. Πρόσφερε και ποτά. Και άρχισαν οι συνομιλίες.
Πρώτη μίλησε η Επιτροπή του ΕΑΜ. Αποτάθηκε στον ταξίαρχο και τον παρακάλεσε να μην επιμένει στην αποβίβαση των αυτοκρατορικών στρατευμάτων. Ο λαός της Λέσβου είναι πολύ ανήσυχος και ερεθισμένος από τα γεγονότα των Αθηνών. Όσο συνεχίζεται η σύγκρουση κάτω, δεν μπορούμε να σας δεχτούμε. Ας ηρεμήσουν τα πράγματα στην ηπειρωτική Ελλάδα, ας γίνει Κυβέρνηση, και τότε να έρθετε, θα σας υποδεχτούμε σαν φίλους και συμμάχους. Τώρα όχι. Ο λαός δεν σας θέλει.
Ο ταξίαρχος απάντησε και είπε, περίπου:
—Απορώ πώς ερμηνεύετε έτσι τα πράγματα. Σας διαβεβαιώνω πως έρχομαι σαν φίλος και σύμμαχος. Φέρνω μαζί μου 800 άντρες, για να ξεκουραστούν και γυμναστούν. Και θα πάνε να πολεμήσουν στα Δωδεκάνησα. Δεν μπορώ να έχω τους στρατιώτες στριμωγμένους μέσα στα καράβια. Πρέπει να τους βγάλω. Αυτή την εντολή έχω. Σας βεβαιώνω πως δεν πρόκειται να πειραχτεί το καθεστώς στο νησί. Πιστέψτε με.
Ο ταξίαρχος επέμενε να βγάλει τους «μαύρους».
Η Επιτροπή, τότε, ζήτησε να ανακοινώσει όλα αυτά στην ολομέλεια της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ. Αυτή, μονάχα, μπορούσε να πάρει αποφάσεις.
Ο ταξίαρχος δέχτηκε την πρόταση. Και βγήκαν, όλοι μαζί, έξω. Ήταν περασμένες 12.
Ο ταξίαρχος δήλωσε πως θα περιμένει, το απόγευμα, την Επιτροπή στο «Αιγαίο», για να φέρει την απάντηση.
Η Επιτροπή πήγε, αμέσως, στα γραφεία του ΕΑΜ και κάλεσε σε σύσκεψη την ολομέλεια της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ, μαζί και τους αρχηγούς του ΕΛΑΣ και της Εθνοπολιτοφυλακής. Γνώρισε στους συγκεντρωμένους όσα έγιναν στο «Σείριος» και ανακοίνωσε αυτά, που διαμείφτηκαν ανάμεσα στην Επιτροπή και τον ταξίαρχο.
Η ομόφωνη απόφαση της Νομαρχιακής Επιτροπής ήταν να επιμείνουμε στο αρχικό μας αίτημα: Να φύγουν τα ξένα στρατεύματα.
Στις 3 το απόγεμα, η Επιτροπή, με την ίδια την αρχική της σύνθεση, πήγε στο «Αιγαίο». Βρήκε, εκεί, να τους περιμένουν ο ταξίαρχος Turnbull, ο συνταγματάρχης Τσιγάντες και ο συνταγματάρχης Σκαναβής, στρατιωτικός διοικητής Λέσβου. Η Επιτροπή ανακοίνωσε την απόφαση της Νομαρχιακής Επιτροπής, που ήταν και αίτημα του λεσβιακού λαού. Να φύγουν τα ξένα στρατεύματα.
Όλοι ταράχτηκαν. Ο ταξίαρχος έμεινε σιωπηλός. Πήρε το λόγο ο Τσιγάντες, για να τονίσει: Πως είναι καταπληκτική η δύναμη πυρός των αυτοκρατορικών στρατευμάτων. Πως τα θύματα θα είναι πολλά, αν θελήσουμε να εμποδίσουμε τα στρατεύματα να βγουν. Πως η Οργάνωση παίρνει απάνω της τεράστιες ευθύνες, αν επιμείνει στην απόφαση της.
Η συζήτηση δεν έβγαζε πουθενά.
Η Επιτροπή ζήτησε, τότε, αναβολή ως τις 10 το πρωί της άλλης μέρας, «για να φέρει το ζήτημα σε συζήτηση μπροστά σε αντιπροσώπους από όλο το νησί».
Ο ταξίαρχος, στην αρχή, δέχτηκε την αναβολή. Αλλά, κατόπιν, υπαναχώρησε. Άρχισε να εκφράζει την υποψία πως ζητάμε την αναβολή, για να κερδίσουμε καιρό και να μπορέσουμε να κατεβάσουμε το λαό από τα χωριά του. Τελικά, ζήτησε να συσκεφθεί με τους αξιωματικούς του. Αποσύρθηκε στο διπλανό δωμάτιο, με τους δικούς του, και τα είπαν. Βγήκε σε λίγο και ανακοίνωσε πως δέχεται την αναβολή ως τις 9 το πρωΐ της άλλης μέρας, αλλά με τους ακόλουθους όρους:
Ο ΕΛΑΣ να αποσυρθεί στις κανονικές του θέσεις.
Να πάψουν οι συγκεντρώσεις στην Προκυμαία και οι εκδηλώσεις «δεν σας θέλουμε».
Να λυθεί η γενική απεργία, ν' ανοίξει η αγορά και να δοθεί ηλεκτρικό φως.
Η Επιτροπή δήλωσε πως αποδέχεται τους όρους. Εξέφρασε, μονάχα, αμφιβολίες αν θα μπορέσει να πείσει τους καταστηματάρχες ν' ανοίξουν τα μαγαζιά τους. Και για το ηλεκτρικό φως, τεχνικοί λόγοι, ίσως, να επέβαλλαν κάποια καθυστέρηση.
Για τον ΕΛΑΣ, έδωσε τη διαβεβαίωση πως θα αποσυρθεί στις θέσεις του.
Έφυγε η Επιτροπή από το ξενοδοχείο. Επακολούθησε σύσκεψη παραγόντων του ΕΑΜ από την πόλη και την ύπαιθρο. Ομόφωνα πάρθηκε, και πάλι η απόφαση να μη γίνουν δεκτά τα Ινδικά στρατεύματα. Όλοι, με μια φωνή, ζήτησαν: να φύγουν οι «μαύροι».
Και άρχισαν οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση της ενδεχόμενης σύγκρουσης.
Ο ΕΛΑΣ και η Πολιτοφυλακή πήραν την απόφαση να βοηθήσουν το λαό, με όλα τα μέσα, που διαθέτουν, στον αγώνα του να εμποδίσει την απόβαση.
Ειδοποιήθηκαν οι λόχοι του ΕΛΑΣ, που είχαν την έδρα τους σε χωριά, να κατέβουν, αμέσως, στην πόλη. Ανάλογες εντολές δόθηκαν και στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, να βοηθήσει.
Ενισχύθηκαν τα πιο χρήσιμα οδοφράγματα, μέσα στην πόλη. Ιδρύθηκαν σταθμοί πρώτων βοηθειών και ορεινό χειρουργείο και επανδρώθηκαν με γιατρούς και νοσοκόμες. Όλη τη νύχτα χωριάτες κατέφταναν από τα χωριά κι ενώνονταν με τους παλιούς, που είχαν έρθει νωρίτερα.
Όλη η πόλη, κι όλη τη νύχτα, ετοιμαζόταν για το μεγάλο «πανηγύρι».
Στο νου και τις καρδιές όλων, μικρών και μεγάλων, είχε ριζώσει η απόφαση: Οι ξένοι δεν θα περάσουν.

Στις 9 η ώρα, το πρωί -ανήμερα των Χριστουγέννων- η Επιτροπή πήγε στο «Αιγαίο». Βρήκε, εκεί, τον Τσιγάντε και το Σκαναβή. Τους ανακοίνωσε την απόφαση της Οργάνωσης και του λαού: Δεν γίνονται δεκτά τα Ινδικά στρατεύματα. Και οι δύο έλληνες αξιωματικοί δεν μπόρεσαν να κρύψουν την ταραχή τους. Ο Τσιγάντες είπε:
—Θάναι τρομερό αυτό, που θα γίνει. Πρέπει να βρεθεί μια λύση, για ν' αποφύγουμε τη σύγκρουση.
Η Επιτροπή παρακάλεσε να μεταφέρουν αυτοί στον ταξίαρχο την απόφαση. Αλλ' ο Τσιγάντες επέμενε να πάμε όλοι μαζί. Η συνάντηση έγινε πάνω στο βοηθητικό M.L. και μέσα στο σαλόνι του πλοίου. Όρθιοι, ανακοινώσαμε στον ταξίαρχο την απόφαση. Είπαμε, περίπου:
«Ο λαός δεν θέλει τα Ινδικά στρατεύματα. Αν ο κύριος ταξίαρχος επιμένει να τα βγάλει, η ευθύνη πέφτει σ' αυτόν για ό,τι επακολουθήσει. Γιατί εκείνος θα χτυπήσει πρώτος. Εμείς θα κάνουμε το χρέος μας, σαν Οργάνωση. Και ο ΕΛΑΣ μαζί».

Ακολούθησε ο ακόλουθος διάλογος ανάμεσα στον ταξίαρχο και την Επιτροπή.
Τ. —Με μποδίζετε να κάμω τη δουλιά μου, σαν στρατιώτης, και βοηθείτε τον εχθρό.
Ε. —Γνωρίζετε καλά πως πρώτη και μόνη η Οργάνωση πολέμησε, πάντα, τους Γερμανούς.
Τ. —Θα κλείσω τους στρατιώτες μέσα στους στρατώνες, στην πόλη, ώσπου να τους συνηθίσει ο κόσμος.
Ε. —Ο κόσμος δεν τους θέλει.
Τ. —Θα έχετε μεγάλη ευθύνη για ό,τι γίνει.
Ε. —Την ευθύνη θα την έχετε, μονάχα, εσείς, που επιμένετε να πάτε ενάντια στη λαϊκή θέληση.
Τ. —Δεν με πιστεύετε, που σας δίνω διαβεβαιώσεις;
Ε. —Έχουμε μπροστά μας τα γεγονότα της Αθήνας. Όταν γίνει, εθνική Κυβέρνηση, τότε θα σας δεχτούμε με χαρά και τιμές.
Ο παριστάμενος άγγλος ταγματάρχης πληροφοριών Cardiff επεχείρησε να διασπάσει την Επιτροπή. Αποτάθηκε σε μένα και είπε:
—Συμφωνείτε σεις, προσωπικά, κύριε Αποστόλου, με την απόφαση αυτή και αν όχι, γιατί δεν αποχωρείτε;
Και η απάντηση η δική μου ήταν:
—Όχι, μονάχα, συμφωνώ, αλλά και θα τεθώ, μαζί με τους άλλους, επικεφαλής του λαού, για την απόκρουση της επιδρομής.
Διέξοδος δεν υπήρχε. Ο ταξίαρχος ζήτησε να ανταλλαγούν έγγραφα. Αποχωρήσαμε.
Κατά τις 11 ω.30λ. πήραμε το έγγραφο του ταξίαρχου.
Προς την Επιτροπήν του ΕΑΜ Μυτιλήνην.
Συμφώνως προς την προ μηνός συμφωνίαν έφθασα με τα Αυτοκρατορικά Βρετανικά στατεύματα δια να στρατωνισθούν επί της νήσου.
Σας έδωκα διαβεβαιώσεις ότι τα στρατεύματα ταύτα δεν πρόκειται να αναμιχθούν με το καθεστώς το υφιστάμενον επί της νήσου και επρόκειτο μόνον να σταθμεύσουν επί της νήσου δια να εκπαιδευθούν, ώστε να είναι διαθέσιμα δι' επιχειρήσεις εναντίον του κοινού μας εχθρού, του Γερμανού.
Παρά τας διαβεβαιώσεις ταύτας και το γεγονός ότι η απόβασις επρόκειτο να γίνει εν ημέρα και εντός του λιμένος, πράγμα το οποίον αποτελεί δι' υμάς εγγύησιν ότι δεν εσκοπείτο επιχείρησις εναντίον σας, οργανώσατε εκδηλώσεις εναντίον της αποβιβάσεως ταύτης και εδηλώσατε τας προθέσεις σας να αντισταθήτε εναντίον της με ενόπλους δυνάμεις.
Υπήρξα εξαιρετικά υπομονητικός με υμάς, διότι μου εκάματε ωρισμένας υποχρεώσεις, τας οποίας δεν έτηρήσατε.
Δεν δύναμαι παρά να παραδεχθώ ότι ετάξατε τους εαυτούς σας προς το μέρος του εχθρού.
Σας καθιστώ προσωπικώς υπευθύνους δια τα γεγονότα, τα οποία θα παρουσιασθούν ως αποτέλεσμα των ενεργειών σας και ιδιαιτέρως δια την ασφάλειαν της ζωής, της ελευθερίας και της περιουσίας των πολιτών.
Σας δίδω την τελευταίαν αυτήν ευκαιρίαν δια να αναθεωρήσητε τας αποφάσεις σας.
Περιμένω την έγγραφον απάντησιν σας.
Εν ορμώ Μυτιλήνης τη 25-12-44.
Ο Σύμμαχος Διοικητής των Στρατευματων Αιγαίου. D.G.T. TURNBULL Brigadier

Η Νομαρχιακή Επιτροπή του ΕΑΜ Λέσβου συνεδρίασε και έστειλε την ακόλουθη απάντηση:
Μυτιλήνη 25 Δεκεμβρίου 1944
Προς τον κ. ΤορνμπουλΣύμμαχον Διοικητήν Στρατευμάτων Αιγαίου Ενταύθα
Εις απάντησιν της υπό σημερινήν ημερομηνίαν μόλις ληφθείσης επιστολής σας, σας γνωρίζομεν τα ακόλουθα:
1. Δεν αντιλαμβανόμεθα περί ποίας συμφωνίας ομιλείτε εν αρχή της επιστολής σας, εφ' όσον ουδεμία τοιαύτη εγένετο μεταξύ μας, η δε εμφάνισις των Αυτοκρατορικών αποικιακών στρατευμάτων υπήρξεν απροσδόκητος.
2. Κατεβάλομεν όλας τας προσπάθειας μας δια να πείσωμεν τον εξεγερθέντα λαόν της Λέσβου, ότι τα στρατεύματα σας δεν είχαν άλλον σκοπόν παρά εκείνον τον οποίον διαλαμβάνει το ως άνω έγγραφον σας και προς τον σκοπόν αυτόν απέβλεπεν αποκλειστικώς η παράκλησις μας όπως αναβληθή από χθες έως σήμερον η αποβίβασις.
Λυπούμεθα ειλικρινώς διότι ο λαός, ο οποίος συνεκεντρώθη εις την πόλιν μας από όλα τα σημεία της νήσου, δυσπιστεί προς τας διαβεβαιώσεις, τας οποίας μας εδώσατε, έχων υπ' όψιν του ότι παντού, όπου ενεφανίσθησαν βρετανικά στρατεύματα εις την Ελλάδα, αφ' ης εξερράγη η κυβερνητική κρίσις, ταύτα εχρησιμοποιήθησαν κατά τρόπον αποτελούντα επέμβασιν εις τα εσωτερικά της χώρας και μάλιστα με αποτελέσματα αιματηρά, προκαλέσαντα την εξέγερσιν της παγκοσμίου, και κατ' εξοχήν της Αγγλικής, κοινής γνώμης.
3. Διαμαρτυρόμεθα, διότι, επειδή δεν έχομεν την δύναμιν να διαλύσωμεν τους φόβους του λαού, τους οποίους προκαλεί η παρουσία σας, αντιμετωπίζομεν εκ μέρους υμών την καταπληκτικήν και καθ' ολοκληρίαν άδικον κατηγορίαν ότι ετάξαμεν τους εαυτούς μας προς το μέρος του εχθρού.
4. Διαμαρτυρόμεθα, ομοίως, διότι επιχειρείτε να μετατοπίσετε τας ευθύνας επί των ώμων μας δια γεγονότα, τα οποία επαπειλεί να δημιουργήση η υπό συνθήκας, οίαι αι σημεριναί, εμφάνισις βρετανικών πλοίων και στρατευμάτων εις μίαν ελληνικήν νήσον, όπου, παρά τα διαδραματιζόμενα εις την λοιπήν Ελλάδα, η τάξις ετηρήθη και τηρείται κατά τρόπον παραδειγματικόν. Εάν τα γεγονότα ταύτα δεν καταστή δυνατόν να προληφθούν, ευθύναι δεν πρόκειται να καταλογισθούν εις ημάς.
Σεις μόνον δύνασθε να γίνετε ο ρυθμιστής της δημιουργηθείσης ανωμάλου καταστάσεως με αποφάσεις, που θα υπαγορεύσουν η ακριβής εκτίμησις των ψυχολογικών συνθηκών, υπό τας οποίας ευρίσκεται ο Λεσβιακός λαός και η έλλειψις πάσης εκ μέρους υμών οπισθοβουλίας, δια την οποίαν ημείς δεν έχομεν λόγους να αμφιβάλλομεν.
Επιλαμβανόμεθα της ευκαιρίας να απευθύνωμεν και πάλιν θερμοτάτην έκκλησιν προς τα ανθρωπιστικά σας αισθήματα, όπως εισηγηθήτε και επιτύχητε μίαν αναβολήν αποβάσεως των στρατευμάτων, μέχρις ότου τερματισθούν αι εν Αθήναις διεξαγόμεναι συνεννοήσεις προς λύσιν του ελληνικού εσωτερικού προβλήματος, αι οποίαι, κατά τας υπάρχουσας ενδείξεις, ευρίσκονται εις το τελευταίον των. στάδιον, εξελισσόμενοι ευνοϊκώς.»
Α. ΑποστόλουΓια τη Νομαρχιακή Επιτροπή ΕΑΜ Λέσβου.

Το έγγραφο του ταξιάρχου διαβάστηκε και στο λαό, που έκαμε, την ίδια μέρα, ένοπλο συλλαλητήριο. Τότε, εγκρίθηκε απ' αυτόν το ακόλουθο ψήφισμα.
Ψήφισμα
Ο λαός της Λέσβου έχοντας υπ' όψει την ξαφνική κι' αδικαιολόγητη εμφάνιση χθες το πρωΐ στο λιμάνι μας βρεττανικών αποικιακών στρατευμάτων, μαζεύτηκε σε παλλαϊκό συλλαλητήριο και αφού άκουσε το έγγραφο του Άγγλου Ταξιάρχου, που απηύθυνε στη Νομαρχιακή Επιτροπή του ΕΑΜ.
Ψηφίζει
1. Διαδηλώνει τη δυσπιστία προς τις διαβεβαιώσεις του Άγγλου Ταξιάρχου, γιατί οι αγριότητες και ωμότητες των αποικιακών στρατευμάτων ενάντια στο λαό της Αθήνας και του Πειραιά, καθώς και το αιματοκύλισμα της Σάμου κι οι βαρβαρότητες στα νησιά του Αιγαίου από στρατεύματα, που διοικούνται από τον ίδιο Ταξίαρχο, δικαιολογούν απόλυτα τη δυσπιστία του αυτή.
2. Διαδηλώνει την απόφαση του ν' αντιταχθεί προτάσσοντας τα στήθια του και να πέσει μέχρι του τελευταίου, στην περίπτωση που ο Άγγλος Ταξίαρχος δεν θα σεβασθεί τη θέληση του και θα ενεργήσει απόβαση.
Μυτιλήνη 25-12-44 Η Επιτροπή Συλλαλητηρίου.

Ύστερα από όλα αυτά δεν έμενε παρά η σύγκρουση. Οι διαπραγματεύσεις είχαν διακοπεί. Ο λαός περίμενε με αγωνία, αλλά και αποφασιστικότητα. Η Προκυμαία ήταν πλημμυρισμένη, ημέρα και νύχτα, από κόσμο μαχητικό, αποφασισμένο να θυσιαστεί. Αντιβούιζε από τα συνθήματα:
«Όλοι στα οδοφράγματα», «Να φύγουν οι μαύροι», «Go back», «Υπερασπιστείτε τη λευτεριά σας».

Ξημέρωσε η 26 μουντή, με τον αγέρα και το χιονόνερο να δέρνει τον ταλαιπωρημένο, αλλ' αδάμαστο λαό. Στις 27 ο κόσμος μαζεύτηκε σε συλλαλητήριο και ζήτησε να φύγει ο νομάρχης Κόντης, που δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για το λαό.
Στις 28 το πρωί, ο διοικητής του «Σείριος» άγγλος πλοίαρχος Edwards ζήτησε να δει τη Νομαρχιακή Επιτροπή του ΕΑΜ, για να της αναγγείλει «κάτι το πολύ ευχάριστο».
Η συνάντηση έγινε κατά τις 10, στο ξενοδοχείο «Αιγαίον». Και ο Άγγλος πλοίαρχος ανακοίνωσε:
«Από μέρες, που είμαι εδώ, ήθελα να σας έβλεπα, μα ο καιρός ήταν πολύ άσκημος και η φουρτούνα με μπόδιζε να βγω. Τώρα που έφτιασε ο καιρός και γαλήνεψε η θάλασσα, μπόρεσα να ρθω να σας χαιρετήσω και να σας ανακοινώσω πως, ό,τι και να γίνει, τα Ινδικά στρατεύματα δεν θα βγουν στο νησί σας».
Και πραγματικά, τα Αγγλικά καράβια, το ένα ύστερα από το άλλο, άρχισαν να εγκαταλείπουν τα Λεσβιακά νερά, παίρνοντας μαζί το ανεπιθύμητο φορτίο τους. Τελευταίο αποχώρησε το «Σείριος» (29 του μήνα).
Τέλος καλό, όλα καλά.
Ο Λεσβιακός λαός νίκησε. Και γιόρτασε ποικιλότροπα τη νίκη του. Το βράδυ, ο πλοίαρχος Edwards έδωσε δεξίωση στο «Αιγαίον» σε αντιπροσώπους της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ και του συντάγματος του ΕΛΑΣ.
Αναμφισβήτητα, ο Λεσβιακός λαός έγραψε, τις 4 αυτές μέρες του Δεκέμβρη, με τον ηρωισμό και την αποφασιστικότητα του, τη λαμπρότερη σελίδα στην ιστορία του Κινήματος του. Με πολλή ζωντάνια εξιστορεί τα γεγονότα των ημερών εκείνων ένα βιβλιαράκι, που βγήκε τότε (Χριστούγεννα 1944).

Μεταφέρουμε, εδώ, ένα απόσπασμα του.
«Κυριακή, παραμονή Χριστούγεννα του 1944. Στις εφτά το πρωΐ, μαθεύτηκε σ' ολόκληρη την πόλη, πως απ' την αυγή άραξαν όξω απ' το λιμάνι έξη καράβια, τρία μεταγωγικά γεμάτα μαύρους και τρία πολεμικά Εγγλέζικα. Στα μπλόκια είχαν κιόλας ξεφορτώσει έξη στρατιωτικά αυτοκίνητα. Τα φύλαγαν δύο μαύροι. Στο ίδιο μέρος ήταν κι' άλλα φορτηγά, που από καιρό είχαν φέρει στο νησί οι Άγγλοι.»
«Η μέρα ήταν βαριά και κρύα. Φυσούσε δυνατός αγέρας κι ώρες-ώρες έριχνε χιονόνερο. Τα χωνιά γυρίζουν στις γειτονιές και ειδοποιούν τον κόσμο. «Οι δολοφόνοι του γενναίου λαού της Αθήνας και του Πειραιά, ο Παπανδρέου κι' ο Σκόμπι, θέλουν να ματοκυλίσουν και το ηρωικό νησί μας, θέλουν να φέρουν μια μαύρη τρομοκρατία για να μας υποδουλώσουν. Έξη πλοία με αραπάδες βρίσκονται στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Νιάτα και λαέ! εμπρός, όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, να ζητήσουμε να φύγουν απ' το νησί μας οι μαύροι. Θάνατος στο φασισμό - Λευτεριά στο λαό.»
«Όλοι που βρίσκονταν στην προκυμαία, τριγυρνούσαν ανήσυχοι κι' όλοι αναρωτιώνταν για το τι έμελλε να γίνει. Θα βγουν; Είναι περαστικοί; Τι ζητούν από μας; Όσο ψήλωνε η μέρα, πύκνωνε κι ο κόσμος. Όσα μαγαζιά είχαν ανοίξει, έκλεισαν. Η απεργιακή Επιτροπή, που από καιρό βρισκόταν σ' επιφυλακή, κήρυξε γενική απεργία. Σ' όλο το νησί. Οι Ελασίτες και η Πολιτοφυλακή βρισκόταν στις θέσεις τους. Κι' ο κόσμος όλο και κατέβαινε.»
«Στις εννιά η ώρα, απ' ένα μεταγωγικό, άρχισαν να κατεβαίνουν αραπάδες σε τορπιλάκατο. Με γυλιό στον ώμο και πάνοπλοι. Ετοιμαζόταν να βγονν. Τα χωνιά μπήκαν πάλι σ' ενέργεια. Έτσι μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Τώρα όλοι τραβούσαν κατά το ταχυδρομείο, κατά κει είχε τιμόνι και η τορπιλάκατο. Αξιωματικοί τον ναυτικού και ναύτες πολέμησαν να κρατήσουν τον κόσμο στα σύρματα. Το πλήθος έσπασε τη ζώνη κι' όλοι φώναζαν: «πίσω, δε σας θέλουμε».
«Πολλές γυναίκες έπεσαν απάνω στο αποβατικό σκάφος και φώναζαν: «χτυπάτε». Οι μαύροι κοιτούσαν με απορία τον κόσμο, που με κανένα τρόπο δεν τους άφηνε να πατήσουν πόδι στη γη. Ο κόσμος κατεβαίνει, όλο κατεβαίνει. Οι μπούκες των πολυβόλων είναι γυρισμένες κατά πάνω του. Δε δείλιασε κανένας. Γυναίκες βγάζουν τα τσόκαρα και τα σηκώνουν καταπάνω στους μαύρους, που σαστισμένοι συμαζεύουνται μέσα στην τορπιλάκατο. Το πλήθος την αβαρέρνει με αμέτρητα χέρια.»
«Η απόβαση δε μπορούσε να γίνει εκεί. Η τορπιλάκατο έκανε πίσω κι' έβαλε τιμόνι ολοταχώς κατά τα μπλόκια. Όλοι τρέχουν κατά κει.»
«Φτάνουν πάνω στην ώρα. Ένας ναύτης προσπαθεί να ρίξει κάβο, τον πέρνουν και τον πετούν στη θάλασσα. Μια, δυο, τρεις φορές. Έβλεπες γυναίκες να ζητούν να τον κόψουν με τα δόντια. Μια στιγμή κατάφεραν να δέσουν. Κάποιος έκοψε το σκοινί με μαχαίρι. Κι όλο το πλήθος φώναζε «πίσω, πίσω, δε σας θέλουμε». Ένας ναύτης πάτησε τα χέρια ενός παιδιού πούχε κολήσει στην τορπιλάκατο. Τα χέρια δεν παράτησαν το σφίξιμο. Το παιδί πολεμά ν' ανέβει στην τορπιλάκατο να χτυπήσει τους μαύρους. Το πλήθος ουρλιάζει. Ο αγέρας πάγωνε τους ανθρώπους· η βροχή τους μούσκεβε, μα δεν έφευγε κανένας. Έφυγαν οι μαύροι· η τορπιλάκατο πλεύρισε το καράβι, ο στρατός μπήκε πάλι στο μεγάλο μεταγωγικό.
«Εξακολουθεί να βρέχει, η προκυμαία γεμίζει κόσμο. Κατεβαίνουν από παντού. Τραγουδούν τον αντάρτικο. Στα μπλόκια οι γυναίκες κάθουνται και περιμένουν. Τις δέρνει το χιονόνερο κι' η παγωμένη αλισάχνη. Ο αγέρας δυναμώνει. Ο κόσμος μαζεύει ξύλα κι' ανάβει φωτιές· στήνουνται πρόχειρες σκηνές με τέντες από αυτοκίνητα.»
«Η επιτροπή του αγώνα που ανέβηκε στα πλοία, κάθησε τρεις ώρες. Φαίνεται πως η απάντηση του Τόρνμπουλ είνε τούτη: Οι μαύροι θα βγουν ό,τι και να γίνει. Τα χωνιά ρίχνουν το σύνθημα να μη φύγει κανένας. Δεν έφυγε κανένας. Τραγουδάν τον αντάρτικο και σφίγγουν τις γροθιές. Βρέχει. Κρυώνει. Μα δεν έφυγε κανένας.»
«Το απόγιομα παράτησε η βροχή, μα ο αγέρας φυσούσε πιο δυνατός και κρύος. Στις τρισήμιση έφεραν με κάρα κάστανα και μανταρίνια κι έφαγε ο κόσμος. Λίγα πράματα, ένα δύο κάστανα ο καθένας, μισό μανταρίνι. Για το φαΐ δε νιαζόταν κανείς. «Εμείς θέλουμε να φύγουν». Έτσι φώναζαν.»
«Λίγο πιο ύστερα, ένα μικρό σάτι έβανε πλώρη κατά το Μακρύ-γιαλό. Πολύς κόσμος έτρεξε κατά κει και δεν άφησε τους αραπάδες να βγούνε. Έμειναν εκεί πολλοί άνθρωποι να φυλάγουν βάρδια.»
«Τ' απόγεμα καταφτάνουν συνταγμένοι, οπλισμένοι οι Μοριανοί. Ένα σωρό άνθρωποι με σκουριασμένες χατζάρες, κασμάδες, τσεκούρια και ξύλα. Και με ψυχή. Έρχουνται οι Αγιασώτες, η αγροτιά της Γέρας, οι βασανισμένοι του λεσβιακού κάμπου. Μέσα στη νύχτα, που άρχισε να πυκνώνει, γιαλίζουν παράξενα οι σπάθες, οι μαχαίρες, τα ντουφέκια. Τους καινούριους τους υποδέχουνται οι παλιοί με ζήτω, χαλασμός κυρίου. Όλη αυτή τη νύχτα την πέρασε τόσος κόσμος, που έκανε ώρες ποδαρόδρομο, πάνω στην προκυμαία. Μέσα στη λάσπη και στο κρύο. Δε νοιάστηκε κανένας ούτε για φαΐ, ούτε για κρεβάτι. Άναβαν φωτιές να ζεσταθούν και τραγουδούσαν. Η προκυμαία γέμισε φλόγα και τραγούδι.»
«Αυτή τη νύχτα σηκώθηκαν οδοφράγματα με πέτρες, βαρέλια, αραμπάδες, κάσες και άλλα. Κάθε δρόμος και οδόφραγμα. Ο λαός αγρυπνούσε. Παντού.»
«Ξημέρωναν τα Χριστούγενα κι' από παντού καταφθάνουν οι αγρότες του νησιού με κασμάδες, τσεκούρια και ντουφέκια. Όλοι μαζώνονται στην προκυμαία και στα μπλόκια. Ο κόσμος δείχνει μεγάλη αποφασιστικότητα.»
«Απ' την αυγή άρχισαν πάλι τα χωνιά τη δουλειά τους. «Όλοι στα μπλόκια. Όλοι στο πόδι». Άρχισαν να χτυπούν και καμπάνες. Όλοι περιμένουν. Ο καθένας πηγαίνει στη θέση του.»
«Όλη τη μέρα η πόλη ήταν έρημη. Η μέρα πέρασε με πολύ νευριασμό. Το κρύο τρυπούσε κόκαλο, ο κόσμος δίχως ρούχο, ξυπόλυτος, μισοχορτάτος, νηστικός, είναι αποφασισμένος για όλα.»
«Αργά το βράδυ, θάταν εφτά η ώρα, το μεγάλο πολεμικό ανέβασε σήμα μάχης. Τα μεταγωγικά ανάβουν τα φώτα τους, οι μαύροι ετοιμάζουνται πάλι να μπαρκάρουν χτυπούν καμπάνες, παίζουνε σάλπιγγες, αντηχούν τα χωνιά. Χαλά ο κόσμος. Το πλήθος τρέχει στα μπλόκια με αλαλαγμούς. Με γυμνωμένα σπαθιά κι' ορθά πελέκια. Μπροστά στην αποφασιστική στάση που κρατά ο λαός οι μαύροι κάνουν πίσω. Τα φώτα έσβησαν και το πλήθος καταλάγιασε.»
«Φυσά, βρέχει, κρύο και λάσπη. Οι κουρασμένοι ζητούν απάνεμο μέρος να ζεσταθούν λίγο, να γύρουν. Πολλοί βολεύονται σε κοντινά σπίτια, σε κέντρα της προκυμαίας. Κείνη τη βραδιά κάπου στην προκυμαία, κεφαλοδεμένες αγρότισσες χορεύουν γύρω απ' τη φωτιά το χορό του Ζαλόγγου: Έχετε για βρυσούλες...».
«Κοντεύουν μεσάνυχτα. Χωνιά, σάλπιγες και καμπάνες. Οι μαύροι αρχίζουν στα πλοία μανούβρες. Μα δεν είναι τίποτα. Ο λαός αγρυπνά παντού. Την αυγή στις πέντε πάλι τα ίδια.»
«Την άλλη μέρα και στις 27 οι μαύροι δεν έδειξαν καμιά διάθεση για απόβαση. Στις 28 το φορτηγό που ήταν πλευρισμένο στο εξωτερικό λιμάνι, βγήκε όξω στ' ανοιχτά. Άλλο ένα φορτηγό κι' ένα αντιτορπιλικό έφυγαν. Την άλλη μέρα κατά το βράδυ έφυγαν κι' άλλα καράβια. Απόμεινε ένα μονάχα φορτηγό κι' ένα πολεμικό. Μαθεύτηκε πως ήρθανε στην Αθήνα ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Τσώρτσιλ κι ο Ήντεν. Ο Ταξίαρχος περίμενε κι' αυτός το τί θα γινόταν στην Αθήνα. Οι μέρες και οι νύχτες πέρασαν ήσυχες. Απ' την προκυμαία όμως δεν έφυγε κανένας. Όλοι έμειναν στις θέσεις τους. Μέρα και νύχτα.»
Στις τέσσερις αυτές μέρες έγιναν πολλές διαδηλώσεις κι' ο λαός ενέκρινε διάφορα ψηφίσματα. Στις 27 ο λαός απαίτησε να φύγει ο Νομάρχης. Ο κ. Κόντης όλες αντές τις μέρες στάθηκε ξένος στον πόνο τον λαού. Απ' τις 27 του μήνα, μέρα Τετάρτη, πήγε στη Νομαρχία το παλιό νομαρχιακό συμβούλιο.
Στις 28 ανακοινώθηκε επίσημα πως οι μαύροι δε θα πατούσαν πόδι στο νησί. Την είδηση τη δέχτηκε ο κόσμος με χαρά. Όλοι μαζεύτηκαν στο Δημαρχείο. Μίλησαν στο λαό: ο Γώγος, ο Αποστόλου, ο Φριλλίγος, ο Πιταούλης κι ο Χατζηπαυλής.
«Την ίδια μέρα το μεσημέρι έγινε παρέλαση. Μπροστά η Ε.Α., ύστερα ο ΕΛΑΣ, η Πολιτοφυλακή, ο Εφεδρικός ΕΛΑΣ. Απ' τα ζήτω χαλά ο κόσμος! Ραίνουν τους αντάρτες με λουλούδια. Πετούν καπέλα στον αέρα, φωνάζει ο κόσμος ζήτω και πάλι ξαναρχής. Όλη η μέρα πέρασε με χαρά και με τραγούδια. Ο λαός γιόρταζε τη νίκη τον».

Δείτε το σχετικό video της Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ στη Λέσβο.

Ετικέτες ,

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα