ΣΥΡΙΖΑ ΛΕΣΒΟΥ

22 Νοε 2008

Θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τους βιοκαλλιεργητές και τις βιοκαλλιέργειες


Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε εξ’ αρχής ένθερμος υποστηρικτής της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας. Η θέση αυτή απορρέει από την εξασφάλιση υγιεινών και ποιοτικών προϊόντων, τη διατροφική αυτοδυναμία, την αύξηση της απασχόλησης και προστασίας της βιοποικιλότητας.


Το Φεβρουάριο του 2007, ο τότε ο Υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων σε επερώτηση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ για τη βιολογική γεωργία απάντησε ότι βασική του επιδίωξη είναι να αναδειχθεί η βιολογική γεωργία ,από δραστηριότητα του περιθωρίου -που εξυπηρετεί μία περιορισμένη αγορά- στο προσκήνιο σαν μία εναλλακτική γεωργική προσέγγιση, που μπορεί να παράγει ασφαλή τρόφιμα, να διασφαλίσει την προστασία του περιβάλλοντος, να προστατεύσει και να ενισχύσει το εισόδημα του παραγωγού.
Η σημερινή όμως πραγματικότητα την οποία βιώνουν οι βιοκαλλιεργητές του νομού Λέσβου αποδεικνύει την ασυνέπεια λόγων και έργων του ΥΠΑΑΤ στον τομέα της βιολογικής γεωργίας.
Για το 2006 , από τους 1300 βιοκαλλιεργητές του νομού που υπέβαλαν αιτήσεις πληρωμής βιολογικών επιδοτήσεων, μόνο 400 παραγωγοί έχουν πληρωθεί μέχρι σήμερα.
Για το 2007 κανένας παραγωγός δεν έχει λάβει καμία επιδότηση, αν και έχουν υποβάλει εμπρόθεσμα τις αιτήσεις πληρωμής.

Είναι φανερό πως μια τέτοια αντιμετώπιση των βιοκαλλιεργητών αποθαρρύνει τους σημερινούς παραγωγούς αλλά λειτουργεί και αποτρεπτικά για όσους νέους παραγωγούς θα ήθελαν να υιοθετήσουν μεθόδους βιολογικής γεωργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι , σύμφωνα με στοιχεία που διαθέτουμε , το 50% των βιοκαλλιεργητών εγκαταλείπει την βιολογική γεωργία. Αυτό οφείλεται και στα γραφειοκρατικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, σε σχέση με τις πιστοποιήσεις και την εμπορία των βιολογικών προϊόντων, αλλά και στην καθυστερημένη πληρωμή των επιδοτήσεων.
1. Ένας δυναμικός κλάδος παραγωγής
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην παραγωγή βιολογικών προϊόντων (γεωργικών και κτηνοτροφικών).
Από τα 10 € οι καταναλωτές για διατροφή τα 2 € πάνε για βιολογικά προϊόντα. Ειδικότερα στις αρχές του 2007, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης («Εξπρές», 4/10/2007), οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αποτελούσαν το 4,5% (2.882.550 στρέμματα), του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων της χώρας. Από πλευράς μεριδίου αγοράς τροφίμων, τα βιολογικά κατείχαν το 3,5% (συνολικός τζίρος 25 εκατ. €), ενώ ο αριθμός των απασχολούμενων στον κλάδο (παραγωγή, επεξεργασία και εμπορία) ήταν περίπου 24.500 άτομα.

Οι κυριότερες βιολογικές καλλιεργητές αφορούσαν ελιά-λάδι (47,5%), τα σιτηρά (23%), τα αμπέλια (6,1%), εσπεριδοειδή (3,8%), κά, ενώ στα ράφια των καταστημάτων τα βιολογικά κατείχαν 10% στα φρούτα-λαχανικά, 22% ελαιόλαδο, 13% προϊόντα οίνου, 17% προϊόντα ζωικής προέλευσης (κρέας, αλλαντικά, αυγά, κά), 11% προϊόντα δημητριακών και 27% προϊόντα άλλων κατηγοριών. Όσον αφορά τη διακίνηση και εμπορία βιολογικών προϊόντων, 40% γίνονται από τις αλυσίδες super-market, 50% από τα ειδικευμένα καταστήματα και τις αλυσίδες τους, 5% από τις λαϊκές αγορές βιολογικών και 5% από άλλους φορείς. Τέλος μεγάλο μέρος των παραγόμενων βιολογικών εξάγεται (70%ελαιόλαδου, 65% εσπεριδοειδών, κλπ), ενώ 65% της αξίας των βιολογικών προϊόντων στην εγχώρια αγορά, είναι εισαγόμενα!
2. Τα προβλήματα του κλάδου
Παρά τα σημαντικά βήματα ανάπτυξης των βιοκαλλιεργειών, ο κλάδος αντιμετωπίζει σειρά από σοβαρά προβλήματα όπως: ψηλό κόστος παραγωγής και υψηλές τιμές στον καταναλωτή (40-50% πάνω από τα συμβατικά προϊόντα), δυσκολίες προμήθειας βιολογικών εφοδίων, εκπαίδευσης και συνεχής ενημέρωση, χρηματοδοτική στήριξη, διακίνηση και εμπορία προϊόντων, έλλειψη έρευνας ιδιαίτερα εφαρμοσμένη, δυσκολίες εξασφάλισης βιολογικών σπόρων, προβλήματα τυποποίησης, προβολής, μεταποίησης, διακίνησης, δίκτυα πωλήσεων, κά.

Σοβαρές είναι επίσης οι αδυναμίες των κρατικών φορέων (λόγω έλλειψης προσωπικού), να διεξάγουν όλους τους ελέγχους που να διασφαλίζουν την πιστοποίηση των προϊόντων, ενώ στον τομέα της Βιολογικής κτηνοτροφίας, υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες ανεύρεσης πιστοποιημένων σφαγείων, προβλήματα σήμανσης, έλλειψη δικτύου διανομής, κά, με αποτέλεσμα πολλοί παραγωγοί να πουλούν τα προϊόντα τους ως συμβατικά.
Τέλος κρίσιμο ζήτημα παραμένει η λειτουργία των τοπικών λαϊκών αγορών, όπου δεν διασφαλίζονται συνθήκες αποκλειστικής διάθεσης από παραγωγούς και αποφυγή νοθείας με συμβατικά.
Ένας νέος κίνδυνος που απειλεί τον κλάδο με κατάρρευση, είναι το άνοιγμα της αγοράς (μετά από απόφαση της ΕΕ) στην καλλιέργεια και εμπορία «μεταλλαγμένων». Ο κίνδυνος επιμόλυνσης από τη «συνύπαρξη» μεταλλαγμένων και μη μεταλλαγμένων καλλιεργειών (συμβατικών και παραδοσιακών), λειτουργεί ως «ωρολογιακή βόμβα» στα θεμέλια της βιολογικής, παραδοσιακής και συμβατικής γεωργίας και κτηνοτροφίας.

3. Η ασκούμενη κυβερνητική πολιτική
Η πολιτική της κυβέρνησης, παρά τα επιμέρους μέτρα στήριξης δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του κλάδου. Πάσχουν κυρίως από συνοχή, συνέχεια και στρατηγική στόχευση. Ειδικότερα απουσιάζει ο εθνικός σχεδιασμός ανάπτυξης του κλάδου (πόσα προϊόντα, σε ποιες περιοχές, κλπ.), όπως ισχύει και για όλους τους κλάδους της συμβατικής γεωργίας που σήμερα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα από την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ.
Απουσιάζει επίσης η συγκροτημένη πολιτική στήριξη της παραγωγής παραδοσιακών προϊόντων τα οποία είναι κατά ένα μεγάλο βαθμό βιολογικά και συνδέονται με τη «μεσογειακή δίαιτα». Επίσης στον τομέα των ζωοτροφών δεν υπάρχει έλεγχος στη χρήση «μεταλλαγμένων» και εφαρμογής της αναγκαίας σήμανσης. Πρόσφατα η κυβέρνηση, στο όνομα των δυσκολιών των βιο-κτηνοτρόφων από πυρκαγιές, αντί για έκτακτη ενίσχυση, τους προέτρεψε στη χρήση συμβατικών ζωοτροφών που στην ουσία υπονομεύουν την αξιοπιστία των βιολογικών προϊόντων.

4.Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε εξ’ αρχής ένθερμος υποστηρικτής της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας. Η θέση αυτή απορρέει από την εξασφάλιση υγιεινών και ποιοτικών προϊόντων, τη διατροφική αυτοδυναμία, την αύξηση της απασχόλησης και προστασίας της βιοποικιλότητας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ με διάφορες παρεμβάσεις στη βουλή (ερωτήσεις και επερωτήσεις) και στα κοινωνικά κινήματα έχει βρεθεί στο πλευρό των Βιο-παραγωγών και βιο-καταναλωτών.
Κατά την γνώμη μας προβλήματα «κλειδιά» για την ανάπτυξη του κλάδου που αφορούν άμεσα και τους βιοκαλλιεργητές της Λέσβου είναι αυτά που έχουν να κάνουν με:
τη διασφάλιση της ποιότητας των προϊόντων,
τη μείωση κόστους και των τιμών,
τη διακίνηση και εμπορία και τη στήριξη των παραγωγών.

Στο θέμα διασφάλισης της ποιότητας, σήμερα οι ίδιοι οι βιοκαλλιεργητές πρέπει να προσέχουν την πιστοποίηση καθώς και έλεγχο της πιστοποίησης, για διασφάλιση της γνησιότητας των βιολογικών προϊόντων, του βασικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος έναντι των συμβατικών.
Εδώ ουσιαστικό ρόλο πρέπει να παίξει ο δημόσιος τομέας με την οργάνωση ενιαίου συστήματος ελέγχου τροφίμων με ακατάλληλη υποδομή.
Από την άλλη η μείωση του κόστους παραγωγής και λογικές τιμές στον κατανάλωτη (διασφαλίζοντας ένα καθαρό όφελος στον παραγωγό), είναι κρίσιμο στοιχείο ανάπτυξης του κλάδου.
Στο θέμα της διακίνησης, οι παραγωγοί βιολογικών, αν δεν ενωθούν σε συλλογικές μορφές (συνεταιρισμούς, ομάδες παραγωγών), κινδυνεύουν να μετατραπούν σε «φασονατζίδες των αλυσίδων super-market με το σύστημα της «συμβολαιακής γεωργίας».

Τέλος στο θέμα της «στήριξης» του κλάδου, θέλει προσοχή. Η στήριξη να μην έχει κατεξοχήν μορφή «επιδότησης» (εισοδηματικής ενίσχυσης), αλλά κυρίως στήριξη στις υποδομές (εκπαίδευση, ενημέρωση, πιστοποίηση, έλεγχος ποιότητας, έρευνα, προβολή, δίκτυα προώθησης, χρηματοδότηση, κά). Οι εισοδηματικές ενισχύσεις έχουν τη σημασία τους αλλά είναι επικουρικές μέχρι ο κλάδος να «σταθεί στα πόδια» του.


Σχετικά κείμενα: Η βιολογική γεωργία κερδίζει έδαφος, ο στρατηγικός σχεδιασμός και η οργάνωση του κλάδου παραμένουν ελλιπή

Ετικέτες ,

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα