ΣΥΡΙΖΑ ΛΕΣΒΟΥ

9 Μαρ 2009

Τοπική ανάπτυξη και αγροτική παραγωγή

Διαμορφώθηκε η αντίληψη ότι, στα πλαίσια μιας ανταγωνιστικής ανάπτυξης, πρέπει συνεχώς και υποχρεωτικά η αγροτική ιδιοκτησία να μεγαλώνει . Στο τέλος αυτού του δρόμου βρίσκονται οι μεγάλες γεωργικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, που είναι σε θέση να συνδυασθούν με τεχνολογικές εξελίξεις και ένταση εισροών και παράλληλα κατασπατάληση φυσικών πόρων και μόλυνση του περιβάλλοντος


Εξετάζοντας τα ουσιαστικά ζητήματα που καθόρισαν τις εξελίξεις στον αγροτικό τομέα και συνεχίζουν να δρουν καθοριστικά, διαπιστώνουμε ότι, ενώ πλήττονται από τις εξελίξεις αυτές, πολλοί κάτοικοι της υπαίθρου υιοθετούν προσεγγίσεις που για χρόνια καλλιέργησε συστηματικά με όλους τους τρόπους και τα μέσα που διέθετε, το δοσμένο σύστημα ανάπτυξης. Ετσι:
1)Διαμορφώθηκε η αντίληψη ότι, στα πλαίσια μιας ανταγωνιστικής ανάπτυξης, πρέπει συνεχώς και υποχρεωτικά η αγροτική ιδιοκτησία να μεγαλώνει . Στο τέλος αυτού του δρόμου βρίσκονται οι μεγάλες γεωργικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, που είναι σε θέση να συνδυασθούν με τεχνολογικές εξελίξεις και ένταση εισροών και παράλληλα κατασπατάληση φυσικών πόρων και μόλυνση του περιβάλλοντος. Το βαμβάκι επιβεβαιώνει αυτή την εξέλιξη.
2)Χρησιμοποιήθηκε σαν δείκτης ανάπτυξης η εντατική μείωση του αγροτικού πληθυσμού, συσχετίζοντας την οικονομία της χώρας μας με τα κυρίαρχα καπιταλιστικά βιομηχανικά κράτη. Το βέβαιο είναι ότι, η απογύμνωση της υπαίθρου δεν συνοδεύτηκε από ενίσχυση του τομέα της μεταποίησης αλλά από δυσανάλογη επιβάρυνση του ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων .
3)Υιοθετήθηκε ένα καταναλωτικό πρότυπο και στον αγροδιατροφικό τομέα, παρά και ενάντια στην παγκόσμια αναγνωρισμένη μεσογειακή διατροφή, που αλλοιώνει τα διατροφικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής οικογένειας ακόμη και στα χωριά.
4)Εγκαταλείφθηκε παντελώς η αγροτική έρευνα, που συνδύαζε το τοπικά προσαρμοσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό με τα ποικίλα εδαφοκλιματικά περιβάλλοντα της ηπειρωτικής και της νησιώτικης χώρας, και οδηγηθήκαμε στην απόλυτη εξάρτηση με είδη και ποικιλίες που ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές των πολυεθνικών και τις κατευθύνσεις του παγκόσμιου οργανισμού εμπορίου και του ΔΝΤ.
5)Απαξιώθηκε ο κοινωνικός ιστός των οικισμών της υπαίθρου , που χωρίς αξιόλογο εισόδημα, παντελή έλλειψη κοινωνικής μέριμνας και πολιτισμικής υποστήριξης προκάλεσε την φυγή των νέων προς τα αστικά κέντρα με την ψευδαίσθηση «μιας καλύτερης ζωής»

Έτσι, διαμορφώθηκε ένα μοντέλο αγροτικής ανάπτυξης που είχε σαν αποτέλεσμα:
α)Την απαξίωση του αντικείμενου της αγροτικής παραγωγής
β) Την εγκατάλειψη της γεωργικής απασχόλησης από σημαντικό τμήμα των αγροτών και κτηνοτρόφων.
γ) Την απομάκρυνση του πληθυσμού από την ύπαιθρο
δ)Την μόλυνση των εδαφών ,των πηγών και του υδροφορέα
ε) Την ερήμωση ολόκληρων χωριών ,την αλλοίωση του παραδοσιακού χαρακτήρα των οικισμών και της πληθυσμιακής σύνθεσης των.
στ) Την εξάντληση των βοσκήσιμων περιοχών και την υποβάθμιση της φυτοκοινωνίας των
ζ)Την αποψίλωση των περιαστικών ζωνών-μεριάδων των χωριών, την αποσάθρωση των εδαφών ,την καταστροφή του υπαίθριου και του αγροτικού τοπίου.
η)Την υποβάθμιση της ποιότητας των εκλεκτών παραδοσιακών αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων ολόκληρης της ηπειρωτικής και της νησιώτικης χώρας.

Αποτέλεσμα αυτού του μοντέλου ανάπτυξης είναι η εντεινόμενη διαμόρφωση ενός ανταγωνιστικού δίπολου πόλεις –ύπαιθρος, όπου και στα τα δύο σκέλη η κατάσταση χειροτερεύει: εργασιακά, οικιστικά, περιβαλλοντικά, πολιτισμικά. Οι «διωγμένοι» από τα χωριά κάτοικοι της υπαίθρου, κατά κύριο λόγο αγρότες, έγιναν στην πλειοψηφία τους μετανάστες στον ίδιο τον τόπο τους, υποχρεούμενοι σε επίπεδο απασχόλησης και διαβίωσης με πολύ αρνητικές συνθήκες.

Η αειφορική ανάπτυξη απαιτεί ένα συνολικό διαχειριστικό πλαίσιο με βάση τη διασύνδεση μιας τοπικής κοινωνίας με τα γεωγραφικά όρια μιας περιοχής. Κοινός παρανομαστής μιας τέτοιας προοπτικής είναι η υποχρεωτική σύνδεσή της με την διαχείριση των νερών μιας ή περισσοτέρων ή τμήματος μιας υδρογεωλογικής λεκάνης απορροής. Η δέσμευση αυτή καθορίζεται από το γεγονός ότι η διαχείριση των νερών μαζί με τους αποδέκτες , αποτελεί το βασικό επίπεδο λειτουργίας ενός διαχειριστικού πλαισίου στην κατεύθυνση της αειφορικής ανάπτυξης. Ότι βρέχει η φύση και όπου παρεμβαίνει ο άνθρωπος, αθροιστικά, κατά κύριο λόγο αντανακλάται και προσμετρείται στα νερά.
Η ανθρωπογεωγραφία μιας περιοχής που διαμορφώθηκε ιστορικά σε διαφορετικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες και μεταβλήθηκε από την επίδραση του αναπτυξιακού μοντέλου που αναφέρθηκε παραπάνω, δεν μπορεί να οδηγείται σε διοικητική αναδιάρθρωση σε ανεξαρτησία από την προϋποθέσεις ενός αειφορικού διαχειριστικού πλαισίου. Η χωροταξική κατανομή των διάφορων παραγωγικών δραστηριοτήτων και των αναγκαίων κοινωνικών υποδομών, αποτελεί αντικείμενο σοβαρής επεξεργασίας και προσαρμογής, με ευθύνη της τοπικής κοινωνίας και την συνεργασία του συνόλου των επιστημονικών κλάδων και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Σε κάθε περίπτωση η φέρουσα ικανότητα μιας περιοχής ,καθορίζεται από τα ιδιαίτερα εδαφοκλιματικά χαρακτηριστικά της και αξιολογείται η συμπληρωματική λειτουργία της σε συσχέτιση με τις γειτονικές περιοχές, ειδικά για την διαχείριση των φυσικών πόρων.
Μέχρι τώρα η αποσπασματική και ευκαιριακή ανάδειξη δραστηριοτήτων σε επίπεδο οικισμού ή Δήμου ή Νομού, οδήγησε σε διάσπαση των σχέσεων μεταξύ παραγωγικών τομέων αλλά και μεταξύ των διαφόρων τμημάτων περιοχών. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της ανεξέλεγκτης ουσιαστικά οικοδομικής δραστηριότητας στην ακτογραμμή της Θεσσαλίας σε ανεξαρτησία όχι μόνον από τα απόβλητα που δημιουργεί, από την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή του Κισσάβου και του Μαυροβουνίου, αλλά και την γενικότερη συσχέτιση με τις δενδροκομικές καλλιέργειες και τις υποδομές των οικισμών του Δώτιου πεδίου. Αν σε αυτά προστεθεί το γεγονός ότι το μεγαλύτερο τμήμα των δύο βουνών είναι περιοχές NATURA,διαφαίνεται έντονα η ανάγκη ενοποιημένης συσχέτισης όλων των παραγωγικών, οικιστικών, περιβαλλοντικών, τουριστικών, κοινωνικών δράσεων στα πλαίσια ενός μεταβατικού αειφορικού διαχειριστικού πλαισίου ανάπτυξης.
Η προώθηση και η δυνατότητα των ΣΧΟΟΑΠ να ανταποκριθούν σε μια τέτοια προοπτική, θα καθορισθεί από την απόφαση των τοπικών κοινωνιών να ενσωματώσουν στην δράση τους την σχέση που επιβάλει η τοπική ανάπτυξη με την αειφορική λειτουργία του οικοσυστήματος που «επικάθεται» σε ολόκληρη ή τμήμα μιας λεκάνης απορροής.
Το αειφορικό διαχειριστικό πλαίσιο οφείλει να ενσωματώσει δράσεις αλλά και να προωθήσει αποφασιστικά μια φιλοσοφία «του τόπου μου»στους αγρότες και τους κατοίκους μιας τοπικής κοινωνίας. Ενός τόπου που παράγει, αλλά και ανακυκλώνει όλα τα αέρια ,υγρά, στερεά απορρίμματα και απόβλητα που δημιουργεί και συμβάλει σταδιακά μέσα από φάσεις και χρονοπρογραμματισμό, στην αποκατάσταση του υπόγειου υδροφορέα, των λιμνών ,χειμάρρων και ποταμών. Που δεν καίει τα υπολείμματα της βλάστησης μολύνοντας την ατμόσφαιρα, αλλά με ενσωμάτωση ή κομποστοποίηση σε συνδυασμό με τα απόβλητα των κτηνοτροφικών μονάδων, αυξάνει την οργανική ουσία και την παραγωγικότητα των εδαφών. Που θα κατακτάει συνεχώς ανώτερες «θέσεις» στην ισορροπία του οικοσυστήματος της περιοχής του διαχειριστικού πλαισίου με τα χρόνια, ενισχύοντας την παραγωγή και την αποδοτικότητά του σε προϊόντα προέλευσης.
Πρωταρχική σημασία σε ένα τέτοιο παραγωγικό περιβάλλον έχει η παρουσία και η ενίσχυση των μικρών και μεσαίων αγροτών που μπορούν να ανταποκριθούν στην παραγωγή προϊόντων ποιότητας. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι θα προσδιορισθούν και θα λειτουργήσουν οι αναγκαίες ισορροπίες που καθορίζουν την συλλογική διαχείριση των πρώτων υλών και των παραγόμενων προϊόντων, με ευθύνη των συλλογικών οργάνων των παραγωγών και των μηχανισμών της τοπικής εξουσίας-αυτοδιοίκησης που έχει την συνολική ευθύνη του διαχειριστικού πλαισίου.
Η παραγωγή της κάθε τοπικής κοινωνίας που θα δημιουργεί σταδιακά ισορροπημένες σχέσεις ανάμεσα:
- στα νερά και στην άρδευση των καλλιεργειών,
- την γεωργική και την κτηνοτροφική παραγωγή,
- την παραγωγή και την μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων
- την φέρουσα ικανότητα του οικοσυστήματος και την οικιστική ανάπτυξη
- τις τεχνολογικές εξελίξεις και την προσαρμογή στην ανοχή του οικοσυστήματος
- την σημαντικότητα της γεωργικής απασχόλησης και την αειφόρο ανάπτυξη,
θα σταθεροποιήσει τις παραγωγικές ικανότητες της κάθε περιοχής και θα αναδείξει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της εργασίας και της ζωής σε οργανωμένους οικισμούς της υπαίθρου,σε σχέση με τα αβίωτα αστικά κέντρα.

Σταδιακά η κάθε τοπική κοινωνία, στα πλαίσια της τοπικής αυτοδιοίκησης,θα πρέπει να αποκτήσει ταυτότητα και προδιαγραφές, κινούμενη ταυτόχρονα στην κατεύθυνση της οργάνωση της αγροτικής παραγωγής και της αποκατάστασης του περιβάλλοντος και του τοπίου.

του Κώστα Δεληγιάννη, Γεωπόνου, 18ο τεύχος “Δρόμου των Αγροτών”, Νοέμνριος-Δεκέμβριος 2008

Ετικέτες ,

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα