ΣΥΡΙΖΑ ΛΕΣΒΟΥ

9 Νοε 2008

Η εποχή της μετάβασης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα, τα όρια της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου και η πτώση του νεοφιλελευθερισμού


Μέχρι πρόσφατα, η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία διήγε μια περίοδο συγκριτικής ηρεμίας και αναπτυσσόταν με σχετικά γοργό ρυθμό μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2001–2002. Κατά τη διάρκεια αυτής της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης σημειώθηκαν αρκετές σημαντικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις. Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες –η φθίνουσα ηγεμονική δύναμη που εξακολουθεί όμως να είναι ο κυρίαρχος κινητήριος μοχλός της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας– χαρακτηρίζεται από αυξανόμενα εσωτερικά και εξωτερικά ελλείμματα.


Η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών γνώρισε μια περίοδο «ανάπτυξης» που στηρίχτηκε στο δανεισμό και στην κατανάλωση, ενώ οι μισθοί και η απασχόληση έμεναν στάσιμοι, και αντιμετώπισε μεγάλα και αυξανόμενα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (το έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι ένας γενικός δείκτης για το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου). Δεύτερον, η Κίνα έχει εξελιχθεί σε σημαντικό παράγοντα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας και διαδραματίζει όλο και πιο κρίσιμο ρόλο στη διατήρηση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Τρίτον, η παγκόσμια καπιταλιστική συσσώρευση ασκεί όλο και περισσότερη πίεση στους φυσικούς πόρους του κόσμου και στο περιβάλλον. Εμφανίζονται όλο και πιο πειστικές αποδείξεις ότι η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου θα φτάσει στο ανώτατο όριό της και σε λίγα χρόνια θα ξεκινήσει η πτωτική πορεία της. Τέταρτον, η ιμπεριαλιστική περιπέτεια των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή δέχτηκε συντριπτικά πλήγματα, και όπως είναι αναμενόμενο αυξάνεται η αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό και στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο.

Αφού έσκασε η φούσκα των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ και η κυριαρχία του δολαρίου στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα γίνεται όλο και πιο επισφαλής, η οικονομία των ΗΠΑ διανύει τώρα μια περίοδο κάμψης, ενώ η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία εισέρχεται σε μια νέα περίοδο αστάθειας και στασιμότητας. Τα επόμενα χρόνια είναι πιθανό να γίνουμε μάρτυρες μιας ευρείας ανασύνταξης των διαφόρων πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων, οι οποίες θα δώσουν το έναυσμα για μια νέα έξαρση στον παγκόσμιο ταξικό αγώνα.

Ο νεοφιλελευθερισμός και οι παγκόσμιες ανισορροπίες

Από τη δεκαετία του 1980, ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί την κυρίαρχη οικονομική ιδεολογία του παγκόσμιου καπιταλισμού. Μέσω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και θεσμών (όπως ο μονεταρισμός, οι ιδιωτικοποιήσεις, η απορρύθμιση, η «μεταρρύθμιση» της αγοράς εργασίας, η οικονομική και εμπορική απελευθέρωση) αυξήθηκαν οι ανισότητες όσον αφορά το εισόδημα και την κατανομή του πλούτου, και σε πολλά μέρη του κόσμου οι άνθρωποι υπέστησαν συντριπτική επιδείνωση στο επίπεδο διαβίωσής τους. Καθώς το χρηματιστικό κεφάλαιο έρρεε από χώρα σε χώρα αναζητώντας κερδοσκοπικά κέρδη, η μια εθνική οικονομία μετά την άλλη καταστρεφόταν. Εξαιτίας της πίεσης που ασκούσαν οι καπιταλιστές του χρηματοπιστωτικού τομέα και οι θεσμικοί αντιπρόσωποί τους (όπως είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ) πολλές εθνικές κυβερνήσεις δεσμεύτηκαν να ακολουθήσουν τη λεγόμενη «υπεύθυνη» φορολογική και νομισματική πολιτική, που είχε συχνά καταστροφικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.

Μέχρι τη δεκαετία του 1990, οι αντιφάσεις του νεοφιλελευθερισμού είχαν επιφέρει όλο και πιο βίαιες οικονομικές κρίσεις. Από το 1995 μέχρι το 2002, η παγκόσμια οικονομία δέχτηκε διαδοχικά πλήγματα από τις κρίσεις που ξέσπασαν στο Μεξικό, σε χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, στη Ρωσία, στην Αργεντινή και στην Τουρκία. Η ιαπωνική οικονομία πάλευε με τον αποπληθωρισμό και τη στασιμότητα μετά τη φούσκα των περιουσιακών στοιχείων που έσκασε το 1990. Υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να εισέλθει ολόκληρη η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία σε έναν φαύλο κύκλο οικονομικών κρίσεων και να βυθιστεί σε οικονομική ύφεση. Σε αυτή την περίσταση, το έλλειμμα ισοζυγίου στις τρέχουσες συναλλαγές στις ΗΠΑ έπαιξε τον απαραίτητο σταθεροποιητικό ρόλο.

Τη δεκαετία του 1990, οι Ηνωμένες Πολιτείες βίωσαν τη μεγαλύτερη φούσκα της χρηματιστηριακής αγοράς στην ιστορία. Παρότι οι πραγματικοί μισθοί και το οικογενειακό εισόδημα έμεναν στάσιμα, η κατανάλωση των νοικοκυριών αυξανόταν ραγδαία, ενώ παράλληλα διογκωνόταν και ο δανεισμός των νοικοκυριών. Στην κάμψη του 2001, από φόβο μήπως οι Ηνωμένες Πολιτείες πέσουν σε μια διαρκή στασιμότητα ιαπωνικού τύπου, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα διέκοψε δραστικά την πολιτική των επιτοκίων και διατήρησε την πραγματική πολιτική επιτοκίων υπό το μηδέν για αρκετά χρόνια. Κατά συνέπεια, για ιστορικούς λόγους η χρηματιστηριακή αγορά εξακολούθησε να είναι σε μεγάλο βαθμό υπερτιμημένη, και η υπερβολική προσφορά χρήματος και πιστωτικού κεφαλαίου πυροδότησαν τη μεγάλη φούσκα των στεγαστικών δανείων.

Χάρη στις αλλεπάλληλες φούσκες των περιουσιακών στοιχείων, η οικονομία των ΗΠΑ κατάφερε να διατηρήσει μια σχετικά γοργή ανάπτυξη της εγχώριας ζήτησης. Ενώ ο υπόλοιπος κόσμος αντιμετώπιζε την ανεπαρκή εσωτερική ζήτηση, οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών στις ΗΠΑ τείνουν να αυξάνονται με πιο γρήγορο ρυθμό από τις εξαγωγές. Κατά συνέπεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν μεγάλα και αυξανόμενα ελλείμματα ισοζυγίου στις τρέχουσες συναλλαγές, τα οποία ξεπέρασαν τα 800 δισεκατομμύρια δολάρια ή το 6 τοις εκατό του ΑΕΠ το 2006.

Τα ελλείμματα ισοζυγίου των ΗΠΑ στις τρέχουσες συναλλαγές δημιουργούν άμεσα ενεργό ζήτηση στην υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία, επιτρέποντας σε πολλές οικονομίες, ανάμεσα στις οποίες οι οικονομίες της Ασίας και οι χώρες που εξάγουν πετρέλαιο και εμπορεύματα, να επιδιώξουν μια οικονομική ανάπτυξη βασισμένη στις εξαγωγές. Αλλά το πιο σημαντικό ίσως είναι ότι τα ελλείμματα ισοζυγίου στις τρέχουσες συναλλαγές αντιπροσωπεύουν τις δαπάνες των ΗΠΑ που υπερβαίνουν το εισόδημα και οι οποίες χρηματοδοτούνται από δάνεια που προέρχονται από τον υπόλοιπο κόσμο. Επομένως, τα ελλείμματα των ΗΠΑ δημιουργούν ενεργητικό στις χώρες του υπόλοιπου κόσμου.

Οι Κεντρικές Τράπεζες των ασιατικών οικονομιών και οι χώρες που εξάγουν πετρέλαιο έγιναν οι κυριότεροι χρηματοδότες των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ. Από το 1996 ως το 2006, τα συνολικά συναλλαγματικά αποθέματα των χωρών με χαμηλό και μέτριο εισόδημα ανήλθαν από τα 527 δισεκατομμύρια δολάρια στα 2,7 τρισεκατομμύρια δολάρια και το μερίδιό τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ υπερτριπλασιάστηκε, και από το 1,7 τοις εκατό έφτασε στο 5,6 τοις εκατό. Η αύξηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων αποσόβησε τον κίνδυνο μαζικής φυγής κεφαλαίων και οικονομικής κρίσης, δίνοντας σε εκείνες τις χώρες το περιθώριο να επιδιώξουν αναπτυξιακή μακροοικονομική πολιτική. Η Κίνα, ειδικά, έχει παίξει κρίσιμο ρόλο στη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων των τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ και έχει συσσωρεύσει τα μεγαλύτερα συναλλαγματικά αποθέματα, τα οποία κυμαίνονται προς το παρόν γύρω στα 1,6 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Τη «χρυσή εποχή» της δεκαετίας του 1960, η παγκόσμια οικονομία αναπτυσσόταν γοργά με το ετήσιο ποσοστό ανάπτυξης να κυμαίνεται ανάμεσα στο 4 και το 7 τοις εκατό. Από τη δεκαετία του 1970, η παγκόσμια οικονομία παλεύει με την αργή ανάπτυξη και τα ποσοστά της κυμαίνονται κυρίως ανάμεσα στο 2 και στο 4 τοις εκατό. Κατά τη διάρκεια τεσσάρων περιόδων, 1974–75, 1980–82, 1991–93 και 2001–02, η παγκόσμια οικονομία διερχόταν βαθιά κρίση. (Παρότι δεν έχει διατυπωθεί επίσημα, η παγκόσμια οικονομία θεωρείται γενικά ότι βρίσκεται σε κάμψη όταν το παγκόσμιο ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης πέφτει κάτω από το 2,5 τοις εκατό το χρόνο.) Από το 2003, η παγκόσμια οικονομία απολαμβάνει μια σχετική σταθερότητα και αναπτύσσεται με 4 τοις εκατό περίπου το χρόνο. Ωστόσο, καθώς η οικονομία των ΗΠΑ βρίσκεται σε κάμψη, αυτή η σύντομη περίοδος σχετικής σταθερότητας πρόκειται να λάβει τέλος.

Η οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ από το 2001

Η οικονομική ανάκαμψη των ΗΠΑ μετά την υποχώρηση του 2001 ήταν πολύ αδύναμη. Έκτοτε ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης ήταν μόνο 2,4 τοις εκατό σε σύγκριση με το 4 τοις εκατό στη δεκαετία του 1960 και το 3,3 τοις εκατό στις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Τόσο η απασχόληση όσο και οι πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων έχουν παραμείνει στάσιμοι. Μετρημένο σε δολάρια με έτος βάσης το 1982, το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα στις ΗΠΑ το 2006 ήταν 8,2 δολάρια, περίπου ογδόντα σεντ λιγότερα από το 1972. Από το 2000, το πραγματικό μέσο οικογενειακό εισόδημα διαρκώς μειώνεται.

Ωστόσο, τα κέρδη των πολυεθνικών εταιριών έχουν φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Το μερίδιο των κερδών των πολυεθνικών στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 5,8 τοις εκατό το 2001 σε 9,8 τοις εκατό το 2006. Η χρηματιστηριακή τιμή σε σχέση με τα ποσοστά του κέρδους παραμένει υπερβολικά υψηλή, γεγονός που υποδηλώνει ότι η φούσκα της χρηματιστηριακής αγοράς δεν έχει ακόμα αποπληθωριστεί εντελώς. Η έκρηξη της χρηματιστηριακής αγοράς στα τέλη της δεκαετίας του 1990 οδήγησε σε καθολικές υπερεπενδύσεις. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο βαθμός χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού στη βιομηχανία έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδό του μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με ουσιαστική πλεονασματική παραγωγική ικανότητα, οι ιδιωτικές επενδύσεις ακολουθούσαν αργό ρυθμό παρά τη δραματική αύξηση των κερδών των πολυεθνικών.

Από το 2001 η οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ ήταν αποτέλεσμα της αύξησης της κατανάλωσης των νοικοκυριών, η οποία σήμερα αποτελεί πάνω από το 70 τοις εκατό του ΑΕΠ. Καθώς η πλειονότητα των νοικοκυριών υποφέρει από τη μείωση ή τη στασιμότητα του πραγματικού εισοδήματος, η αύξηση της κατανάλωσης χρηματοδοτήθηκε από την εκρηκτική διόγκωση των οικιακών χρεών. Το χρέος των νοικοκυριών στις ΗΠΑ εκτοξεύτηκε από το 90 τοις εκατό περίπου του διαθέσιμου ατομικού εισοδήματος στο 103 τοις εκατό το 2000, και στο 140 τοις εκατό το 2006. Μέχρι το 2007, η δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών (τόκος και αποπληρωμή του κεφαλαίου) έχει φτάσει στο 14 τοις εκατό του διαθέσιμου εισοδήματος, το μεγαλύτερο ποσοστό που έχει καταγραφεί ποτέ. Στο μεταξύ, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών (η αναλογία των οικιακών αποταμιεύσεων σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα) έχει πέσει από το ιστορικό ποσοστό του 10 τοις εκατό περίπου στο μηδέν σχεδόν.

Προφανώς, η κατανάλωση που στηρίχθηκε στα δάνεια δεν ήταν σταθερή. Ούτε το χρέος ούτε οι δανειακές υποχρεώσεις των νοικοκυριών μπορούν να αυξάνονται επ’ άπειρον συγκριτικά με το οικογενειακό εισόδημα. Αφού έσκασε η φούσκα των στεγαστικών δανείων, τα νοικοκυριά θα πρέπει να αυξήσουν το ποσοστό αποταμιεύσεων και να μειώσουν το δανειακό τους βάρος. Αν το ποσοστό αποταμιεύσεων των νοικοκυριών επέστρεφε στο μέσο ιστορικό του επίπεδο, θα επέφερε τεράστια μείωση στις οικογενειακές δαπάνες. Καθώς η πλειονότητα των νοικοκυριών στις ΗΠΑ υποφέρει από την πτωτική τάση ή τη στασιμότητα του πραγματικού εισοδήματος, είναι δύσκολο να αυξηθεί η κατανάλωση με γοργούς ρυθμούς τα επόμενα χρόνια. Αν η κατανάλωση παρουσιάσει στασιμότητα, τότε, δεδομένης της τεράστιας σημασίας της κατανάλωσης στην οικονομία των ΗΠΑ, είναι πολύ πιθανό να εισέλθει η οικονομία σε βαθιά κάμψη, που θα ακολουθηθεί από διαρκή στασιμότητα.

Θα σπεύσει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα να σώσει την κατάσταση και να δημιουργήσει άλλη μια τεράστια φούσκα περιουσιακών στοιχείων; Τρομοκρατημένη από την αναστάτωση των χρηματιστηριακών αγορών σε όλον τον πλανήτη, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα έχει ήδη περικόψει δραστικά τα επιτόκια. Ωστόσο, με τη χρηματιστηριακή και τη στεγαστική αγορά αρκετά υπερτιμημένη, δύσκολα μπορεί να εντοπίσει κανείς μια άλλη μεγάλη ενδεχόμενη φούσκα περιουσιακών στοιχείων. Εντούτοις, καθώς το οικογενειακό χρέος βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο και το ποσοστό των αποταμιεύσεων κινείται τόσο χαμηλά, τα χαμηλά επιτόκια δεν μπορούν να τονώσουν παρά ελάχιστα την οικιακή κατανάλωση.

Πιο ρεαλιστικό θα ήταν, καθώς η οικιακή κατανάλωση μένει στάσιμη ή συρρικνώνεται, να προσπαθήσει η κυβέρνηση των ΗΠΑ να αντιμετωπίσει την έλλειψη με περισσότερες δημόσιες δαπάνες και αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Αν το ποσοστό αποταμιεύσεων των νοικοκυριών αυξηθεί και προσεγγίσει τη μέση ιστορική τιμή του, τότε η Ουάσιγκτον θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα πολύ μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, της τάξεως του 6 τοις εκατό του ΑΕΠ ή και μεγαλύτερο. Δεδομένου του τρέχοντος πολιτικού κλίματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι αμφίβολο αν μπορεί να αναπτυχθεί και να εφαρμοστεί επαρκώς μια αποτελεσματική και μεγαλόπνοη δημοσιονομική πολιτική.

Αν η παρούσα ή, μάλλον, η επόμενη κυβέρνηση έχει το θάρρος να υλοποιήσει μια επιθετική αναπτυξιακή πολιτική για να δώσει μεγάλη ώθηση στην οικονομία, τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιθανό να εξακολουθήσουν να αντιμετωπίζουν μεγάλο έλλειμμα ισοζυγίου στις τρέχουσες συναλλαγές. Με το έλλειμμα ισοζυγίου στις τρέχουσες συναλλαγές στο 6 τοις εκατό του ΑΕΠ, το καθαρό εξωτερικό χρέος των ΗΠΑ μπορεί να εξακολουθήσει να αυξάνεται μέχρι να φτάσει το 120 τοις εκατό του ΑΕΠ.[1] Όμως αυτό δεν είναι δυνατό. Πολύ πριν φτάσουμε σε αυτό το θεωρητικό όριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερες δυσκολίες στη χρηματοδότηση του ελλείμματος του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών τους. Η τρέχουσα σχετικά ελεγχόμενη πτώση του δολαρίου θα εξελισσόταν σε κατάρρευση. Το δολάριο θα έχανε το κύρος του ως το κύριο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βίωναν τη δική τους θεραπεία σοκ.

Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα αντέξουν για πολύ ακόμα το αυξανόμενο έλλειμμα ισοζυγίου στις τρέχουσες συναλλαγές. Δεδομένου του κρίσιμου ρόλου που παίζουν τα ελλείμματα ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών των Ηνωμένων Πολιτειών στη σταθεροποίηση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, αν η οικονομία των ΗΠΑ περιπέσει σε παρατεταμένη στασιμότητα και το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ πρέπει να αντιμετωπιστεί, προκύπτει το εξής ερώτημα: ποια από τις άλλες μεγάλες οικονομίες μπορεί να αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και να διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στην ανάπτυξη της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας;


Η Κίνα και ο παγκόσμιος καπιταλισμός

Η συμβολή των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη έχει μειωθεί από το 40 τοις εκατό περίπου που ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στο περίπου 30 τοις εκατό σήμερα, και η συμβολή της ευρωζώνης έχει μειωθεί από το 20 τοις εκατό στο 10 τοις εκατό περίπου. Αντίθετα, η συμβολή της Κίνας έχει αυξηθεί στο 15 τοις εκατό περίπου και ο όμιλος BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα) παράγει σήμερα περισσότερο από το 20 τοις εκατό της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης.

Καθώς η ευρωζώνη δεν διαθέτει αναπτυξιακή ορμή, και η Βραζιλία, η Ρωσία και η Ινδία δεν έχουν προς το παρόν τη δύναμη να διαδραματίσουν αποφασιστικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, η Κίνα φαίνεται εύλογα να είναι η μόνη υποψήφια χώρα που μπορεί να πάρει τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών και να γίνει η κυρίαρχη κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Μπορεί η Κίνα να οδηγήσει τον παγκόσμιο καπιταλισμό σε μια νέα περίοδο σταθερότητας και γρήγορης ανάπτυξης;

Θα αντιληφθεί εγκαίρως η κινεζική καπιταλιστική τάξη την κατάσταση, για να πραγματοποιήσει αυτή την οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση; Ας υποθέσουμε ότι η ηγεσία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος διαθέτει τη διορατικότητα να αντιληφθεί ότι, προς όφελος των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του κινεζικού καπιταλισμού, είναι απαραίτητο να γίνουν μερικές παραχωρήσεις στους Κινέζους εργαζόμενους και αγρότες. Θα έχει το κόμμα την απαραίτητη βούληση και τα μέσα για να επιβάλει αυτή την ανακατανομή στις πολυεθνικές επιχειρήσεις, στους πλούσιους Κινέζους καπιταλιστές (πολλοί από τους οποίους διατηρούν στενές σχέσεις με το κόμμα και την κυβέρνηση) και στις επαρχιακές και τοπικές διοικήσεις που τα τελευταία χρόνια έχουν συνάψει διάφορες συμμαχίες με τους εγχώριους και ξένους καπιταλιστές; Αυτά είναι μερικά δύσκολα ερωτήματα για την ελίτ των Κινέζων καπιταλιστών.


Τα όρια παραγωγής πετρελαίου και τα όρια της συσσώρευσης

Ας υποθέσουμε ότι η κινεζική καπιταλιστική τάξη έχει την πρόνοια να επιδιώξει μια κεϋνσιανού τύπου σοσιαλδημοκρατική αναδιάρθρωση. Θα καταφέρει μια τέτοια αναδιάρθρωση να οδηγήσει τον κινεζικό καπιταλισμό στο δρόμο της βιώσιμης, σταθερής και γοργής ανάπτυξης, και η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας με τη σειρά της θα οδηγήσει την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία σε μια νέα «χρυσή εποχή»;

Η αύξηση της ενεργειακής κατανάλωσης στην Κίνα έχει επιταχυνθεί πολύ από το 2000. Σήμερα καταλαμβάνει το 15 τοις εκατό του παγκόσμιου συνόλου και ανέρχεται στο 70 τοις εκατό της ενεργειακής κατανάλωσης των ΗΠΑ. Με τον παρόντα ρυθμό αύξησης, η ενεργειακή κατανάλωση της Κίνας θα διπλασιαστεί σε επτά χρόνια, και σύντομα η Κίνα θα ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα εξελιχθεί στον μεγαλύτερο ενεργειακό καταναλωτή στον κόσμο. Το 70 τοις εκατό της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης της Κίνας βασίζεται στο κάρβουνο, και η κατανάλωση άνθρακα στην Κίνα αυξάνεται με ρυθμό που φαίνεται ότι θα διπλασιαστεί σε επτά χρόνια. Η κατανάλωση πετρελαίου στην Κίνα (που ήδη αποτελεί το ένα τρίτο της παγκόσμιας αυξητικής ζήτησης για πετρέλαιο) αυξάνεται με ρυθμούς που δηλώνει ότι θα διπλασιαστεί σε εννέα χρόνια. Με άλλα λόγια, σε μία δεκαετία περίπου, αν συνεχιστεί η παρούσα τάση, η Κίνα θα καταναλώνει μία και μισή φορά την ενέργεια που καταναλώνουν σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες. Θα καταφέρει να ανταποκριθεί άραγε η παγκόσμια παροχή ενέργειας στη γοργά αυξανόμενη ζήτηση της Κίνας καθώς και στις ανάγκες του υπόλοιπου κόσμου;

Για να καλύψει το 80 τοις εκατό του παγκόσμιου ενεργειακού εφοδιασμού της, η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακας). Το πετρέλαιο αποτελεί το ένα τρίτο του συνολικού ενεργειακού εφοδιασμού και το 90 τοις εκατό της ενέργειας στον τομέα των μεταφορών. Το πετρέλαιο αποτελεί επίσης και το βασικό συστατικό στην παραγωγή λιπασμάτων, πλαστικών, της σύγχρονης ιατρικής, και πολλών χημικών.

Το πετρέλαιο είναι μη ανανεώσιμος πόρος. Σε μια πρόσφατη μελέτη, το Γερμανικό Παρατηρητήριο Ενέργειας επισημαίνει ότι οι ανακαλύψεις πετρελαίου σε ολόκληρο τον κόσμο κορυφώθηκαν τη δεκαετία του 1960 και η παγκόσμια παραγωγή αργού πετρελαίου έχει πιθανότατα φτάσει στο αποκορύφωμά της• στα επόμενα χρόνια θα αρχίσει να μειώνεται. Έξω από τον ΟΠΕΚ, η παραγωγή πετρελαίου σε είκοσι πέντε σημαντικές πετρελαιοπαραγωγούς χώρες ή περιοχές έχει ήδη φτάσει στο ανώτατο σημείο της, και μόνο εννέα χώρες ή περιοχές έχουν ακόμα δυνατότητες αύξησης της παραγωγής. Όλες οι κορυφαίες διεθνείς πετρελαϊκές εταιρίες αγωνίζονται να αποτρέψουν τη μείωση της πετρελαϊκής παραγωγής τους.[3]

Ο Κόλιν Κάμπελ από το Σύνδεσμο Μελέτης των Ορίων Παραγωγής Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου (ASPO) εκτιμά ότι η παγκόσμια παραγωγή όλων των υγρών καυσίμων (το αργό πετρέλαιο, η ασφαλτούχος άμμος, ο ασφαλτούχος σχιστόλιθος, το υγροποιημένο φυσικό αέριο, τα καύσιμα που προέρχονται από το φυσικό αέριο [GTL], ο υγροποιημένος άνθρακας [CTL] και τα βιοκαύσιμα) είναι πιθανό να φτάσουν στο ανώτατο σημείο της παραγωγής τους γύρω στο 2010. Μετά η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου θα πέσει κατά 25 περίπου τοις εκατό μέχρι το 2020 και κατά δύο τρίτα έως το 2050. Ο Κάμπελ εκτιμά επίσης ότι η παγκόσμια παραγωγή φυσικού αερίου θα φτάσει στο ανώτατο όριό της μέχρι το 2045. Σε μια παλιότερη μελέτη, το Γερμανικό Παρατηρητήριο Ενέργειας προβλέπει ότι η παγκόσμια παραγωγή άνθρακα θα κορυφωθεί μέχρι το 2025.[4]

Η πυρηνική ενέργεια και πολλές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (όπως η ηλιακή και η αιολική), εκτός από τους πολλούς άλλους περιορισμούς τους, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή υγρών και αέριων καυσίμων ούτε μπορούν να χρησιμεύσουν ως συστατικά των χημικών βιομηχανιών. Η βιομάζα είναι η μόνη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο των ορυκτών καυσίμων για την κατασκευή των υγρών ή αέριων καυσίμων. Ωστόσο, η παραγωγή της βιομάζας σε μεγάλη κλίμακα μπορεί να προκαλέσει πολύ σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα, ενώ η δυνατότητα παραγωγής της βιομάζας περιορίζεται από τις διαθέσιμες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης και γλυκού νερού. Ο Τεντ Τρέινερ, Αυστραλός οικοσοσιαλιστής, εκτιμά ότι για να καλυφθεί η παρούσα ζήτηση των ΗΠΑ σε πετρέλαιο και αέριο θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί το εννεαπλάσιο της καλλιεργήσιμης γης των ΗΠΑ ή το οκταπλάσιο των δασικών εκτάσεων των ΗΠΑ αποκλειστικά για την παραγωγή της βιομάζας. Ο Τρέινερ καταλήγει ότι «η βιομάζα δεν υπάρχει πιθανότητα να καλύψει πάνω από ένα μικρό κλάσμα της ζήτησης σε υγρά καύσιμα και φυσικό αέριο».[5]

Αν η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου και η παραγωγή άλλων ορυκτών καυσίμων φτάσει στο ανώτατο όριό της και στα επόμενα χρόνια αρχίσει να πέφτει, τότε η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία θα έρθει αντιμέτωπη με μια κρίση χωρίς προηγούμενο που θα δυσκολευτεί πολύ να ξεπεράσει.

Η γοργή εξάντληση των ορυκτών καυσίμων είναι μόνο ένα από τα πολλά σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος σήμερα. Το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα βασίζεται στην παραγωγή με σκοπό το κέρδος και στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Σε μια παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους μεμονωμένους καπιταλιστές, στις επιχειρήσεις και στα καπιταλιστικά κράτη εξαναγκάζει τον καθένα τους να επιδιώκει διαρκώς τη συσσώρευση του κεφαλαίου σε αυξανόμενη κλίμακα.

Επομένως, ο καπιταλισμός ενισχύει την τάση να αυξάνεται διαρκώς η υλική παραγωγή και κατανάλωση. Μετά από αιώνες ανελέητης συσσώρευσης, οι μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας του κόσμου εξαντλούνται γοργά και το οικολογικό σύστημα της Γης βρίσκεται σήμερα στο χείλος της κατάρρευσης. Ο ανθρώπινος πολιτισμός κινδυνεύει.[6]

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι, εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου, οι προηγμένες καπιταλιστικές χώρες έχουν μειώσει την υλική κατανάλωση και παραγωγή (δηλαδή τη χρήση υλών και ενέργειας στις μονάδες παραγωγής) αφού η οικονομική ανάπτυξη βασίζεται περισσότερο στις υπηρεσίες παρά στον τομέα της βιομηχανίας, και κατά συνέπεια η οικονομική ανάπτυξη είναι λιγότερο καταστροφική για το περιβάλλον. Στην πραγματικότητα όμως, πολλοί σύγχρονοι τομείς υπηρεσιών (όπως ο τομέας των μεταφορών και οι τηλεπικοινωνίες) είναι ενεργοβόροι και χρησιμοποιούν εντατικά τους φυσικούς πόρους.

Παρά τους ισχυρισμούς για τη μείωση της υλικής παραγωγής και κατανάλωσης, οι προηγμένες καπιταλιστικές χώρες είναι οικολογικά περισσότερο σπάταλες σε σύγκριση με την περιφέρεια, καθώς η κατά κεφαλήν κατανάλωση της ενέργειας και των πόρων και το κατά κεφαλήν οικολογικό αποτύπωμα είναι πολύ υψηλότερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Σύμφωνα με την έκθεση Living Planet, η Βόρεια Αμερική έχει κατά κεφαλήν οικολογικό αποτύπωμα 9,4 παγκόσμια εκτάρια, μεγαλύτερο από το τετραπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου (2,2 παγκόσμια εκτάρια). Το κατά κεφαλήν οικολογικό αποτύπωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία διατείνεται ότι έχει φιλική στάση απέναντι στο περιβάλλον, ανέρχεται στα 4,8 παγκόσμια εκτάρια ή περισσότερο από το διπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου. Η Κούβα, η μόνη χώρα που εξακολουθεί να λειτουργεί με βάση τα σοσιαλιστικά πρότυπα μεταξύ των πάλαι ποτέ σοσιαλιστικών κρατών, είναι και η μόνη που έχει πετύχει το μεγαλύτερο επίπεδο ανθρώπινης ανάπτυξης (με δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης μεγαλύτερο από το 0,8) ενώ διαθέτει κατά κεφαλήν οικολογικό αποτύπωμα μικρότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο.[7]

Οι ισχυρισμοί των προηγμένων καπιταλιστικών οικονομιών ότι μειώνουν την υλική παραγωγή και κατανάλωση, επομένως και τον συνολικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο, ανατρέπονται από το παράδοξο Τζήβονς, σύμφωνα με το οποίο η αυξημένη αποδοτικότητα στη χρήση της ενέργειας και των υλών οδηγεί κατά κανόνα στην αύξηση της κλίμακας της παραγωγής, και επομένως διογκώνει το συνολικό οικολογικό αποτύπωμα. Το φαινόμενο είναι πάγιο στον καπιταλισμό σε όλη την ιστορία του.[8]

Επιπλέον, η μείωση της υλικής παραγωγής και κατανάλωσης προκύπτει ως ένα βαθμό από τη μετεγκατάσταση του βιομηχανικού κεφαλαίου από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες στην περιφέρεια, προς αναζήτηση φτηνού εργατικού δυναμικού και χαμηλών περιβαλλοντικών προδιαγραφών. Η δραματική ανάπτυξη του κινεζικού καπιταλισμού προκύπτει εν μέρει από αυτή την παγκόσμια μετεγκατάσταση του κεφαλαίου. Παρόλο που οι προηγμένες καπιταλιστικές χώρες έχουν μειώσει ελαφρώς την υλική παραγωγή και κατανάλωση υπό αυτή την έννοια, οι καπιταλιστές και οι λεγόμενες μεσαίες τάξεις στην Κίνα, στην Ινδία, στη Ρωσία και σε μεγάλο μέρος της περιφέρειας μιμούνται και αναπαράγουν τον εξαιρετικά δαπανηρό καπιταλιστικό, «καταναλωτικό» τρόπο ζωής σε μαζικά διευρυμένη κλίμακα. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός στο σύνολό του προχωρά ανενδοίαστα προς την παγκόσμια περιβαλλοντική καταστροφή.


Η πτώση του νεοφιλελευθερισμού και η εποχή της μετάβασης

Την 1η Φεβρουαρίου, ο Ιμμάνιουελ Βαλλερστάιν, ο κορυφαίος θεωρητικός του παγκόσμιου συστήματος, στο δεκαπενθήμερο σχολιαστικό του υπόμνημα διακήρυξε ότι το έτος 2008 είναι το έτος της «Πτώσης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης». Ο Βαλλερστάιν ξεκινάει επισημαίνοντας ότι, σε όλη την ιστορία του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, η ιδέα του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς με την ελάχιστη κυβερνητική παρέμβαση και η ιδέα του καπιταλισμού που ρυθμίζεται από το κράτος με κάποια κοινωνική προστασία έρχονταν εναλλακτικά στο προσκήνιο.

Τη δεκαετία του 1970, ως αντίδραση στην παγκόσμια στασιμότητα του κέρδους, ο νεοφιλελευθερισμός έγινε πολιτικά κυρίαρχος στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, στην περιφέρεια και τελικά και στο πρώην σοσιαλιστικό μπλοκ. Ωστόσο, ο νεοφιλελευθερισμός δεν κατάφερε να υλοποιήσει την υπόσχεση της οικονομικής ανάπτυξης, και καθώς οι ανισότητες κορυφώνονταν σε όλο τον κόσμο, μια μεγάλη μερίδα του παγκόσμιου πληθυσμού υπέφερε από μειώσεις στο πραγματικό εισόδημα. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο νεοφιλελευθερισμός ήρθε αντιμέτωπος με κλιμακούμενες αντιστάσεις σε όλο τον κόσμο, και πολλές κυβερνήσεις δέχτηκαν πιέσεις για να επαναφέρουν ένα μέρος των κρατικών ρυθμίσεων και της κοινωνικής προστασίας.

Αντιμέτωπη με την οικονομική κρίση, η κυβέρνηση Μπους επιδίωξε ταυτόχρονα την περαιτέρω αύξηση των ανισοτήτων στο εσωτερικό της χώρας και τον μονόπλευρο ιμπεριαλισμό στο εξωτερικό. Αυτή η πολιτική έχει αποτύχει οριστικά. Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν πια να χρηματοδοτήσουν την οικονομία τους και την ιμπεριαλιστική τους περιπέτεια με το διαρκώς αυξανόμενο εξωτερικό χρέος τους, το αμερικανικό δολάριο, ισχυρίζεται ο Βαλλερστάιν, αντιμετωπίζει την προοπτική της ελεύθερης πτώσης και θα πάψει να αποτελεί το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Ο Βαλλερστάιν καταλήγει:
Η πολιτική πλάστιγγα γέρνει... Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν τελείωσε οριστικά αυτή η φάση, αλλά αν η κλίση θα σταθεί ικανή, όπως και στο παρελθόν, να εξασφαλίσει στα κράτη μια σχετική ισορροπία στο παγκόσμιο σύστημα. Ή μήπως είναι πολύ αργά πια; Θα επικρατήσει περισσότερο χάος στην παγκόσμια οικονομία και ως εκ τούτου και στο παγκόσμιο σύστημα;[9]
Σύμφωνα με την ανάλυση του Βαλλερστάιν, τα επόμενα χρόνια πιθανόν να γίνουμε μάρτυρες μιας μεγάλης ανασύνταξης των παγκόσμιων πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων. Θα ακολουθήσει μεγάλη έξαρση των κοινωνικών αγώνων σε όλο τον κόσμο, με διακύβευμα τη φύση των παγκόσμιων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Αν διανύουμε έναν από τους συνηθισμένους κύκλους του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος, τότε προς τα τέλη της παρούσας περιόδου αστάθειας και κρίσης θα πραγματοποιηθεί πιθανότατα μια επιστροφή στην κυριαρχία του κεϋνσιανισμού ή στην κρατική καπιταλιστική πολιτική και στους καπιταλιστικούς θεσμούς σε όλον τον κόσμο.

Εντούτοις, έχει γίνει ήδη πολύ μεγάλη ζημιά. Μετά από αιώνες παγκόσμιας καπιταλιστικής συσσώρευσης, το παγκόσμιο περιβάλλον βρίσκεται στο χείλος της κατάρρευσης και δεν υπάρχουν άλλα οικολογικά περιθώρια για περαιτέρω επέκταση του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η επιλογή είναι ζοφερή – ή η ανθρωπότητα θα αφήσει τον καπιταλισμό να καταστρέψει το περιβάλλον, και επομένως και την υλική βάση του ανθρώπινου πολιτισμού, ή η ανθρωπότητα θα καταστρέψει τον καπιταλισμό πρώτη. Ο αγώνας για την οικολογική βιωσιμότητα πρέπει να αποκτήσει κοινό μέτωπο με τους αγώνες των θυμάτων της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης να αναδιαρθρώσουν την παγκόσμια οικονομία με κριτήριο την παραγωγή για τις ανθρώπινες ανάγκες, σύμφωνα με τις δημοκρατικές και σοσιαλιστικές αρχές.

Με αυτή την έννοια, έχουμε εισέλθει σε μια νέα μεταβατική εποχή. Προς το τέλος αυτής της μετάβασης, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θα ζούμε σε έναν ριζικά διαφορετικό κόσμο και εξαρτάται από εμάς να αποφασίσουμε πώς θα είναι αυτός ο κόσμος.



[1] Το καθαρό εξωτερικό χρέος ισούται με το άθροισμα των ελλειμμάτων ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών. Αν υποθέσουμε ότι το έλλειμμα ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών παραμένει στο 6 τοις εκατό του ΑΕΠ, ο ρυθμός αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ των ΗΠΑ συνεχίσει με 5 τοις εκατό το χρόνο και δεν υπάρξει μεταβολή στην τιμή συναλλάγματος, τότε θεωρητικά το καθαρό εξωτερικό χρέος των ΗΠΑ προς την αναλογία του ΑΕΠ θα συνεχίσει να αυξάνεται έως το 120 τοις εκατό.
[2] Martin Wolf, «China Changes the Whole World», Financial Times, 23 Ιανουαρίου 2008.
[3] The Germany Energy Watch Group, «Crude Oil. The Supply Outlook», EWG-Series No. 3, Οκτώβριος 2007, http://www.energywatchgroup.org.
[4] Association for the Study of Peak Oil and Gas, Newsletter No. 86, Φεβρουάριος 2008• The Germany Energy Watch Group, «Coal. Resources and Future Production», EWG-Series No. 1, Μάρτιος 2007.
[5] Ted Trainer, Renewable Energy Cannot Sustain a Consumer Society, Springer, 2007, σελ. 73-92.
[6] Για τις ενδεχόμενες καταστροφικές συνέπειες της καπιταλιστικής συσσώρευσης στο παγκόσμιο περιβάλλον, βλ. John Bellamy Foster, «The Ecology of Destruction», Monthly Review, Vol. 58, No. 8, Φεβρουάριος 2008, σελ. 1-14.
[7] World Wildlife Fund/Zoological Society of London/Global Footprint Network, Living Planet Report 2006, http://www.panda.org/downloads/living_planet_report.pdf.
[8] John Bellamy Foster, Ecology against Capitalism, Monthly Review Press, Νέα Υόρκη 2002, σελ. 94-95.
[9] Immanuel Wallerstein, «2008: The Demise of Neoliberal Globalization», Commentary No. 226, 1 Φεβρουαρίου 2008, http://www.binghamton.edu/fbc/226en.htm.
Από το:
http://www.monthlyreview.gr/


του ΜΙΝΚΙ ΛΙ (Ο Μίνκι Λι διδάσκει Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα, στο Σωλτ Λέηκ Σίτυ.)
Από το:
http://www.monthlyreview.gr/

Ετικέτες ,

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα